Της Γκέλης Ντηλιά
Τρείς και μισή ανάβω κάθιδρη τον φακό του κινητού
ασφυκτιώ σε όνειρο καλοκαιρινής νύχτας
όπου επιβιβάζομαι στο φέρρυ των διακοπών.
Δεν θέλω να μπω σε αυτό το όνειρο.
Την τελευταία φορά γύρισα μόνη, νωρίτερα, χωρισμένη.
Ένα κουνούπι πολιορκεί το γυμνό μου σώμα
καθ’ οδόν ξυπόλητη προς το ψυγείο.
Πίνω βότκα αντί για νερό, ε, εντάξει!
Βουίζουν από το κλιματιστικό τα αφτιά μου
στο δίπλα διαμέρισμα τα μπινελίκια πέφτουν βροχή,
όρεξη που την έχουν τέτοια ώρα,
ένα ρολό ανοίγει από πάνω
μια τέντα κλείνει από δίπλα
αγέλη σκύλων ουρλιάζει από κάτω
και ο καύσωνας δεν με αφήνει να χορτάσω ύπνο.
Σε τέσσερις ώρες υποτίθεται ξυπνάω, βαράω κάρτα
και στην επιστροφή πιάνω τιμόνι που καίει
οδηγώ στην άσφαλτο που πάνω της
λιώνει η σαγιονάρα της ζεματισμένης τσιμεντούπολης.
Στο διάολο και τα τζιτζίκια.
Μια στάση στο μανάβικο για καρπούζι.
Σκεπασμένα με σεντόνι που το αλλάζει ο λίβας τα έπιπλα
σαν ακατοίκητο το καμίνι που μένω.
Στο δεύτερο ντους βουτάω στα παγωμένα νερά του Ιονίου
γλύφω το αλάτι στο μπράτσο μου, μυρίζω αντηλιακό και δεν σκουπίζομαι.
Στάζοντας, χαζεύω στο διαδίκτυο προορισμούς
που αποκλείεται να πάω και πριν εκραγώ
ένα μήνυμα «Είσαι για ποτό, απόψε;» με σώζει.
Από τον μανάβη, είναι.