Όπως έχουμε αναφερθεί και σε παλαιότερο άρθρο, θα μπορούσαμε να πούμε πολλά σχετικά με το επιχειρείν – τουρισμός, αλλά θα προτιμήσω να εστιάσω σε ένα και μόνον. Το branding, δηλαδή την εταιρική ταυτότητα, και πιο απλά την ετικέτα του εκάστοτε προϊόντος.
Το χτίσιμο του branding, είναι ο μόνος τρόπος ώστε μια επιχείρηση να μπορέσει να καρπωθεί την υπεραξία η οποία ενυπάρχει στο προϊόν, είτε αναφερόμαστε στον αγροδιατροφικό τομέα είτε πολύ περισσότερο στον τουρισμό. Να θυμίσω εδώ ότι η Ιστορία της Αργολίδας είναι τόσο πλούσια που μπορεί να δώσει υλικό σε όλους στο κομμάτι του branding. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό οι τοπικοί φορείς να ενδυναμώσουν με διάφορους τρόπους το branding των επιχειρήσεων και τελικά της ίδιας της Αργολίδας.
Εν προκειμένω, η βάση κάθε οικονομίας είναι η βιομηχανία. Μόνον η εγχώρια βιομηχανία μέσω της παραγωγής προϊόντων δημιουργεί υπεραξία πάνω στην οποία εδράζεται η οικονομική ευημερία, η οποία πηγαίνει χέρι – χέρι με την ανεξαρτησία.
Εδώ και κάποιες δεκαετίες, όπως γνωρίζουμε, ένα μεγάλο τμήμα της Ελληνικής βιομηχανίας έχει καταρρεύσει. Σήμερα, ο τομέας που πρωτοστατεί, και κρατάει ζωντανή την οικονομία μας, είναι ο τουρισμός, κάτι που φαίνεται έκδηλα και στην Αργολίδα. Ο τουρισμός ανήκει στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, τις υπηρεσίες, και αν και ο πιο σημαντικός, παραμένει πάντα ευαίσθητος, λόγω των μετακινήσεων, των πανδημιών, των διακρατικών εντάσεων κ.λπ.
Συνεπώς, αντί να μεμψιμοιρούμε πως χάθηκε η βιομηχανία, ας αδράξουμε τη μέρα – carpe diem, προσπαθώντας να αξιοποιήσουμε αυτό που έχουμε, ήτοι τον τουρισμό, για να χτίσουμε μια νέα βιομηχανία, για μία αυτάρκη οικονομία.
Πρώτα απ’ όλα, ο τουρισμός αξιοποιεί ήδη σε μεγάλο βαθμό, με αισθητική, ανθρώπινη κλίμακα και ποιότητα, το μεγαλύτερο σήμα κατατεθέν – branding που έχουμε, και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα παγκοσμίως, που είναι η ίδια μας η χώρα, η Ελλάδα, με την Ιστορία και τον Πολιτισμό της, του χθες, του σήμερα και του αύριο. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του brand «Ελλάδα», θα πρέπει οι επιχειρήσεις να δημιουργήσουν την δικιά τους ιστορία – story telling, αντλώντας στοιχεία από την πλούσια Ελληνική ιστορία, παράδοση, κουλτούρα κ.α. Καθόσον μη ξεχνάμε ότι η διαμόρφωση του story telling είναι το δυνατότερο εργαλείο προώθησης – marketing, ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων, από την εποχή του Ομήρου, όταν η διήγηση μιας ιστορίας, διαμόρφωνε έναν μύθο, κάνοντας την ιστορία αθάνατη μέσα στο χρόνο.
Με βάση τα ως άνω, θα πρέπει να επενδύσουμε στα εξής βασικά σημεία:
α) Λιανική πώληση, τουλάχιστον αρχικά και ύστερα, αφού έχουν μπει υγιή θεμέλια, ανάπτυξη και σε χονδρική πώληση
β) Ίδια παραγωγή - in house production προϊόντων από την ίδια την επιχείρηση, όπου ένα τμήμα της παραγωγής θα προβάλλεται ζωντανά με εργαστήριο μέσα στον χώρο της πώλησης
γ) Αξιοποίηση στοιχείων της Ελληνικής κουλτούρας για διαμόρφωση της εταιρικής ταυτότητας – branding, καθώς και για τα ίδια τα προϊόντα, story telling
δ) Δημιουργία μικρού εκθετηρίου όπου θα προβάλλεται ένα τμήμα της ιστορίας (τοπικής και μη) των προϊόντων που παράγονται, με συναφή, ανοιχτή για το κοινό, βιβλιοθήκη. Δηλαδή το brand θα έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Με λίγα λόγια ο άξονας κλειδί είναι εργαστήριο – εκθετήριο – πωλητήριο. Με άλλα λόγια ουσία – μαγεία – υπεραξία.
Ένα κομβικό στοιχείο για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος είναι το εξής. Ας πάρουμε ως παράδειγμα μια τουριστική περιοχή. Σε αυτήν η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι πωλητές (είτε αφορά την λιανική προϊόντων, εστίαση κλπ). Οι άνθρωποι αυτοί τις περισσότερες φορές είναι χαμηλόμισθοι, χωρίς επιπλέον μισθοδοτικά κίνητρα, ενώ όταν δεν υπάρχουν πελάτες και δεν αναλώνονται σε δευτερεύουσες εργασίες, απλώς μένουν άπραγοι, οπότε και χάνονται χιλιάδες ώρες εργασίας.
Αντ’ αυτού προτείνεται οι εργαζόμενοι να προσλαμβάνονται ως εργατοτεχνίτες, και δίχως εμπειρία, και όχι ως πωλητές, οι οποίοι θα μισθοδοτούνται καλύτερα από πριν, θα λαμβάνουν περισσότερα ένσημα, ήτοι καλύτερη ασφάλιση και τέλος και σημαντικότερο θα λαμβάνουν και πρόσθετη αμοιβή – bonus, συνδεδεμένη με τις πωλήσεις.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουμε τα εξής:
Εν προκειμένω, η βάση κάθε οικονομίας είναι η βιομηχανία. Μόνον η εγχώρια βιομηχανία μέσω της παραγωγής προϊόντων δημιουργεί υπεραξία πάνω στην οποία εδράζεται η οικονομική ευημερία, η οποία πηγαίνει χέρι – χέρι με την ανεξαρτησία.
Εδώ και κάποιες δεκαετίες, όπως γνωρίζουμε, ένα μεγάλο τμήμα της Ελληνικής βιομηχανίας έχει καταρρεύσει. Σήμερα, ο τομέας που πρωτοστατεί, και κρατάει ζωντανή την οικονομία μας, είναι ο τουρισμός, κάτι που φαίνεται έκδηλα και στην Αργολίδα. Ο τουρισμός ανήκει στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, τις υπηρεσίες, και αν και ο πιο σημαντικός, παραμένει πάντα ευαίσθητος, λόγω των μετακινήσεων, των πανδημιών, των διακρατικών εντάσεων κ.λπ.
Συνεπώς, αντί να μεμψιμοιρούμε πως χάθηκε η βιομηχανία, ας αδράξουμε τη μέρα – carpe diem, προσπαθώντας να αξιοποιήσουμε αυτό που έχουμε, ήτοι τον τουρισμό, για να χτίσουμε μια νέα βιομηχανία, για μία αυτάρκη οικονομία.
Πρώτα απ’ όλα, ο τουρισμός αξιοποιεί ήδη σε μεγάλο βαθμό, με αισθητική, ανθρώπινη κλίμακα και ποιότητα, το μεγαλύτερο σήμα κατατεθέν – branding που έχουμε, και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα παγκοσμίως, που είναι η ίδια μας η χώρα, η Ελλάδα, με την Ιστορία και τον Πολιτισμό της, του χθες, του σήμερα και του αύριο. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του brand «Ελλάδα», θα πρέπει οι επιχειρήσεις να δημιουργήσουν την δικιά τους ιστορία – story telling, αντλώντας στοιχεία από την πλούσια Ελληνική ιστορία, παράδοση, κουλτούρα κ.α. Καθόσον μη ξεχνάμε ότι η διαμόρφωση του story telling είναι το δυνατότερο εργαλείο προώθησης – marketing, ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων, από την εποχή του Ομήρου, όταν η διήγηση μιας ιστορίας, διαμόρφωνε έναν μύθο, κάνοντας την ιστορία αθάνατη μέσα στο χρόνο.
Με βάση τα ως άνω, θα πρέπει να επενδύσουμε στα εξής βασικά σημεία:
α) Λιανική πώληση, τουλάχιστον αρχικά και ύστερα, αφού έχουν μπει υγιή θεμέλια, ανάπτυξη και σε χονδρική πώληση
β) Ίδια παραγωγή - in house production προϊόντων από την ίδια την επιχείρηση, όπου ένα τμήμα της παραγωγής θα προβάλλεται ζωντανά με εργαστήριο μέσα στον χώρο της πώλησης
γ) Αξιοποίηση στοιχείων της Ελληνικής κουλτούρας για διαμόρφωση της εταιρικής ταυτότητας – branding, καθώς και για τα ίδια τα προϊόντα, story telling
δ) Δημιουργία μικρού εκθετηρίου όπου θα προβάλλεται ένα τμήμα της ιστορίας (τοπικής και μη) των προϊόντων που παράγονται, με συναφή, ανοιχτή για το κοινό, βιβλιοθήκη. Δηλαδή το brand θα έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Με λίγα λόγια ο άξονας κλειδί είναι εργαστήριο – εκθετήριο – πωλητήριο. Με άλλα λόγια ουσία – μαγεία – υπεραξία.
Ένα κομβικό στοιχείο για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος είναι το εξής. Ας πάρουμε ως παράδειγμα μια τουριστική περιοχή. Σε αυτήν η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι πωλητές (είτε αφορά την λιανική προϊόντων, εστίαση κλπ). Οι άνθρωποι αυτοί τις περισσότερες φορές είναι χαμηλόμισθοι, χωρίς επιπλέον μισθοδοτικά κίνητρα, ενώ όταν δεν υπάρχουν πελάτες και δεν αναλώνονται σε δευτερεύουσες εργασίες, απλώς μένουν άπραγοι, οπότε και χάνονται χιλιάδες ώρες εργασίας.
Αντ’ αυτού προτείνεται οι εργαζόμενοι να προσλαμβάνονται ως εργατοτεχνίτες, και δίχως εμπειρία, και όχι ως πωλητές, οι οποίοι θα μισθοδοτούνται καλύτερα από πριν, θα λαμβάνουν περισσότερα ένσημα, ήτοι καλύτερη ασφάλιση και τέλος και σημαντικότερο θα λαμβάνουν και πρόσθετη αμοιβή – bonus, συνδεδεμένη με τις πωλήσεις.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουμε τα εξής:
-Οι εργαζόμενοι είναι πολύ πιο ευχαριστημένοι καθώς λαμβάνουν καλύτερο μισθό, ένσημα και bonus
-Μαθαίνουν τέχνες, εργαζόμενοι στο ζωντανό εργαστήριο του καταστήματος
-Δεν χάνονται εκατομμύρια εργατοώρες
-Λόγω της ζωντανής παραγωγής σε συνδυασμό και με την προβολή της ιστορίας του προϊόντος, αυξάνονται κατακόρυφα οι πωλήσεις, κάτι που ευνοεί τον εργοδότη αλλά και τους εργαζόμενους μέσω του bonus, καθόσον όσο αυξάνονται οι πωλήσεις, τόσο αυξάνεται και ο μισθός των εργαζομένων
-Η ως άνω αύξηση των πωλήσεων επιδρά καταλυτικά στην θέληση για κάθετη παραγωγή, δηλαδή η μικρή οικοτεχνία να αγοράζει μόνον πρώτες ύλες και να παράγει μόνη της ότι χρειάζεται (προϊόν, συσκευασία κ.λπ.)
Κατά συνέπεια, δημιουργούνται/ξεφυτρώνουν μικρές οικοτεχνίες, οι οποίες έχουν άμεση επαφή με τους πελάτες, λόγω λιανικής, κι έτσι τα έσοδα καταλήγουν άμεσα στους δημιουργούς, δίχως μεσάζοντες, κομβικό και λυτρωτικό στοιχείο για την επιβίωση του όλου εγχειρήματος.
Εν συνεχεία, και καθώς τα χρόνια περνούν, ορισμένες οικοτεχνίες μετατρέπονται σε δυναμικές βιοτεχνίες περνώντας και στην χονδρική, και μετά από κάποια χρόνια ακόμη ξεπετιούνται και οι πρώτες νέες βιομηχανίες.
Με την εξής όμως διαφορά. Αυτήν τη φορά η μελλοντική μας βιομηχανία δεν θα έχει ως πρότυπο την παραγωγή προϊόντων χωρίς ταυτότητα, αλλά με ισχυρό brand – ετικέτα, ώστε να μην κονταροχτυπιόμαστε, δίχως καμία τύχη, με οικονομίες όπως η Κίνα ή η Τουρκία, οι οποίες κυρίως επενδύουν στην μαζική παραγωγή με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής. Να στραφούμε, λοιπόν, σε οικονομίες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, για να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε το υψηλό κόστος παραγωγής που θα έχουμε με μια ισχυρή ετικέτα – brand name, σε σχέση με τις οικονομίες της Ασίας.
Το κλειδί εδώ είναι ο σεβασμός του χρόνου, καθώς όπως έχει αναφερθεί και σε παλαιότερο άρθρο, όποιος πιστεύει ότι το επιχειρείν μπορεί να εξελιχθεί άμεσα σε μεγάλη κλίμακα δίχως γερά θεμέλια, πλανάται οικτρά.
Είναι η ιστορία που μοιραζόμαστε πολλές φορές όταν κάποιος διερωτάται αν μια υπό ανάπτυξη επιχείρηση βγάζει κέρδος ή πότε θα μεγαλώσει κι άλλο, αναφέροντας χαρακτηριστικά:
Το βράδυ όταν γυρνάμε στο σπίτι μας για να κοιμηθούμε, επιστρέφουμε σε ένα σπίτι το οποίο αν δεν το νοικιάζουμε και είναι ιδιόκτητο, αυτό συμβαίνει γιατί οι γονείς ή οι παππούδες μας πάλεψαν μια ολόκληρη ζωή για να το φτιάξουν με αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα (ειπωμένο από τον Ουίνστων Τσώρτσιλ), και αν δεν το έχασαν σε ένα γύρισμα της μοίρας, τότες το έχουμε ακόμη.
Δεν γίνεται, λοιπόν, εμείς να απαιτούμε να πετύχουμε άμεσα. Είναι σαν να βάζουμε θηλιά στο όποιο εγχείρημα εν τη γενέση του. Οφείλουμε, απεναντίας, να σεβόμαστε τους αέναους νόμους της φύσης, οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα τις ενέργειές μας.
Επιγραμματικά, ο τουρισμός θα πρέπει να μεταμορφωθεί σε δούρειο ίππο (τέχνασμα των αρχαίων Ελλήνων με αποτέλεσμα την κατάληψη της Τροίας στη Μικρά Ασία γύρω στο 1200 π.Χ.), μέσω του οποίου θα πετύχουμε την Αναγέννηση της Ελληνικής οικοτεχνίας, που θα μας δώσει με την σειρά της την άνθηση της βιοτεχνίας και κατ’ επέκταση θα μπουν οι βάσεις ανάπτυξης της αναγεννημένης εγχώριας βιομηχανίας.
Καθόσον, ας μη ξεχνάμε ότι πολλές από τις πιο καινοτόμες επιχειρήσεις παγκοσμίως, ξεκίνησαν κυριολεκτικά από το γκαράζ ενός σπιτιού, όπως η Apple, το Star Wars, το Facebook κ.λπ., δηλαδή ως οικοτεχνίες με πολύ συμπαγή θεμέλια branding – εταιρικής ταυτότητας.
Συνεπώς, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους για να πατήσουμε όλο και πιο γερά στα πόδια μας, επιλέγοντας να προκόψουμε στην πατρίδα μας, την Ελλάδα και στον τόπο μας, την Αργολίδα.
Εν κατακλείδι, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η Έλλη Μαρίνου – Πρέσβελου, απόγονος της Κλωστοϋφαντουργίας Μαρίνου στο Άργος, στον Οδυσσέα Κουμαδωράκη, όπου αποκρυσταλλώνεται ξεκάθαρα το τι αναφέρθηκε ως άνω:
Ο πατέρας μου ήταν αγαπητός στους εργάτες και αυστηρός σ’ εμάς, τα παιδιά του. «Ο εργάτης δουλεύει κι εσείς ζείτε από τον εργάτη» μας έλεγε. Μας είχε δώσει αγωγή να σεβόμαστε και ν’ αγαπάμε τους εργάτες. Μόλις τελειώναμε το σχολείο, εγώ και τ’ αδέρφια μου πηγαίναμε στο εργοστάσιο και πιάναμε δουλειά. Μας έβαζε ο πατέρας μου και καθαρίζαμε τα υφάσματα από κλωστούλες και χνούδια. Ύστερα βοηθούσαμε τον εργάτη να μετρήσει το ύφασμα σε μια σταθερή επιφάνεια και να το τυλίξει. Να το κάνει τόπι. Ύστερα γράφαμε την ετικέτα, τόσα μέτρα. Και το τόπι ήταν έτοιμο για τον πελάτη που το είχε παραγγείλει.
Είχαμε τα δειγματολόγια και οι αντιπρόσωποι του εργοστασίου μας πήγαιναν στα μαγαζιά και παίρνανε παραγγελίες. Το εργοστάσιο δούλευε με βάση τις παραγγελίες. Είχαμε πάρα πολλές παραγγελίες. Είχαμε και στοκ αλλά λίγο. Ύστερα φορτώναμε το αυτοκίνητο για να γίνει η διανομή. Θυμάμαι που πολλές φορές επέστρεφε ο οδηγός μας ο κ. Γιώργος κουρασμένος και η μητέρα μου του έβαζε φαγητό στο σπίτι μας. Μπορεί να ‘τανε 11 ή 12 η ώρα τα μεσάνυχτα. Έκανε διανομή στην Τρίπολη, στη Σπάρτη ή μπορεί στη Στερεά Ελλάδα, στο Αιτωλικό. Είχαμε κι ένα πρατήριο στην Αθήνα, στην οδό Μητροπόλεως, απ’ όπου ψωνίζανε τα μαγαζιά της Αθήνας και του Πειραιά.
Εγώ παρακολουθούσα και τη μασουρίστρα. Μου άρεσε αυτό. Περνούσα την κλωστή στη μασουρίστρα, για να δουλέψει ο αργαλειός.
«Εργοστάσιο Μαρίνου - όλοι στον αγώνα», Έλλη Μαρίνου – Πρέσβελου, συνέντευξη στον Οδυσσέα Κουμαδωράκη για το βιβλίο του, Στα χνάρια του χθες, εκδ. Εκ Προοιμίου, Άργος 2010, σ. 189.
Πρέπει δηλαδή αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά, να επιστρέψουμε πίσω στην δεκαετία του 1950, ξαναανακαλύπτοντας έννοιες όπως το μεράκι, η προκοπή, το κάνω πλάτη, το φιλότιμο, ο λόγος, κοινώς η μπέσα… έννοιες που τις θεωρούμε δεδομένες, αλλά που είναι ως επι το πλείστον ξεχασμένες στο πέρασμα του χρόνου.
Άλλωστε, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Περικλής, τον 5ο αι. π.Χ., στον Επιτάφιο λόγο του, τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ᾽ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον, που σημαίνει ότι ευτυχία θα πει ελευθερία και ελευθερία θα πει δυνατή ψυχή…
Με εκτίμηση,
Κωνσταντίνος Κουβαράς
Κατά συνέπεια, δημιουργούνται/ξεφυτρώνουν μικρές οικοτεχνίες, οι οποίες έχουν άμεση επαφή με τους πελάτες, λόγω λιανικής, κι έτσι τα έσοδα καταλήγουν άμεσα στους δημιουργούς, δίχως μεσάζοντες, κομβικό και λυτρωτικό στοιχείο για την επιβίωση του όλου εγχειρήματος.
Εν συνεχεία, και καθώς τα χρόνια περνούν, ορισμένες οικοτεχνίες μετατρέπονται σε δυναμικές βιοτεχνίες περνώντας και στην χονδρική, και μετά από κάποια χρόνια ακόμη ξεπετιούνται και οι πρώτες νέες βιομηχανίες.
Με την εξής όμως διαφορά. Αυτήν τη φορά η μελλοντική μας βιομηχανία δεν θα έχει ως πρότυπο την παραγωγή προϊόντων χωρίς ταυτότητα, αλλά με ισχυρό brand – ετικέτα, ώστε να μην κονταροχτυπιόμαστε, δίχως καμία τύχη, με οικονομίες όπως η Κίνα ή η Τουρκία, οι οποίες κυρίως επενδύουν στην μαζική παραγωγή με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής. Να στραφούμε, λοιπόν, σε οικονομίες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, για να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε το υψηλό κόστος παραγωγής που θα έχουμε με μια ισχυρή ετικέτα – brand name, σε σχέση με τις οικονομίες της Ασίας.
Το κλειδί εδώ είναι ο σεβασμός του χρόνου, καθώς όπως έχει αναφερθεί και σε παλαιότερο άρθρο, όποιος πιστεύει ότι το επιχειρείν μπορεί να εξελιχθεί άμεσα σε μεγάλη κλίμακα δίχως γερά θεμέλια, πλανάται οικτρά.
Είναι η ιστορία που μοιραζόμαστε πολλές φορές όταν κάποιος διερωτάται αν μια υπό ανάπτυξη επιχείρηση βγάζει κέρδος ή πότε θα μεγαλώσει κι άλλο, αναφέροντας χαρακτηριστικά:
Το βράδυ όταν γυρνάμε στο σπίτι μας για να κοιμηθούμε, επιστρέφουμε σε ένα σπίτι το οποίο αν δεν το νοικιάζουμε και είναι ιδιόκτητο, αυτό συμβαίνει γιατί οι γονείς ή οι παππούδες μας πάλεψαν μια ολόκληρη ζωή για να το φτιάξουν με αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα (ειπωμένο από τον Ουίνστων Τσώρτσιλ), και αν δεν το έχασαν σε ένα γύρισμα της μοίρας, τότες το έχουμε ακόμη.
Δεν γίνεται, λοιπόν, εμείς να απαιτούμε να πετύχουμε άμεσα. Είναι σαν να βάζουμε θηλιά στο όποιο εγχείρημα εν τη γενέση του. Οφείλουμε, απεναντίας, να σεβόμαστε τους αέναους νόμους της φύσης, οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα τις ενέργειές μας.
Επιγραμματικά, ο τουρισμός θα πρέπει να μεταμορφωθεί σε δούρειο ίππο (τέχνασμα των αρχαίων Ελλήνων με αποτέλεσμα την κατάληψη της Τροίας στη Μικρά Ασία γύρω στο 1200 π.Χ.), μέσω του οποίου θα πετύχουμε την Αναγέννηση της Ελληνικής οικοτεχνίας, που θα μας δώσει με την σειρά της την άνθηση της βιοτεχνίας και κατ’ επέκταση θα μπουν οι βάσεις ανάπτυξης της αναγεννημένης εγχώριας βιομηχανίας.
Καθόσον, ας μη ξεχνάμε ότι πολλές από τις πιο καινοτόμες επιχειρήσεις παγκοσμίως, ξεκίνησαν κυριολεκτικά από το γκαράζ ενός σπιτιού, όπως η Apple, το Star Wars, το Facebook κ.λπ., δηλαδή ως οικοτεχνίες με πολύ συμπαγή θεμέλια branding – εταιρικής ταυτότητας.
Συνεπώς, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους για να πατήσουμε όλο και πιο γερά στα πόδια μας, επιλέγοντας να προκόψουμε στην πατρίδα μας, την Ελλάδα και στον τόπο μας, την Αργολίδα.
Εν κατακλείδι, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η Έλλη Μαρίνου – Πρέσβελου, απόγονος της Κλωστοϋφαντουργίας Μαρίνου στο Άργος, στον Οδυσσέα Κουμαδωράκη, όπου αποκρυσταλλώνεται ξεκάθαρα το τι αναφέρθηκε ως άνω:
Ο πατέρας μου ήταν αγαπητός στους εργάτες και αυστηρός σ’ εμάς, τα παιδιά του. «Ο εργάτης δουλεύει κι εσείς ζείτε από τον εργάτη» μας έλεγε. Μας είχε δώσει αγωγή να σεβόμαστε και ν’ αγαπάμε τους εργάτες. Μόλις τελειώναμε το σχολείο, εγώ και τ’ αδέρφια μου πηγαίναμε στο εργοστάσιο και πιάναμε δουλειά. Μας έβαζε ο πατέρας μου και καθαρίζαμε τα υφάσματα από κλωστούλες και χνούδια. Ύστερα βοηθούσαμε τον εργάτη να μετρήσει το ύφασμα σε μια σταθερή επιφάνεια και να το τυλίξει. Να το κάνει τόπι. Ύστερα γράφαμε την ετικέτα, τόσα μέτρα. Και το τόπι ήταν έτοιμο για τον πελάτη που το είχε παραγγείλει.
Είχαμε τα δειγματολόγια και οι αντιπρόσωποι του εργοστασίου μας πήγαιναν στα μαγαζιά και παίρνανε παραγγελίες. Το εργοστάσιο δούλευε με βάση τις παραγγελίες. Είχαμε πάρα πολλές παραγγελίες. Είχαμε και στοκ αλλά λίγο. Ύστερα φορτώναμε το αυτοκίνητο για να γίνει η διανομή. Θυμάμαι που πολλές φορές επέστρεφε ο οδηγός μας ο κ. Γιώργος κουρασμένος και η μητέρα μου του έβαζε φαγητό στο σπίτι μας. Μπορεί να ‘τανε 11 ή 12 η ώρα τα μεσάνυχτα. Έκανε διανομή στην Τρίπολη, στη Σπάρτη ή μπορεί στη Στερεά Ελλάδα, στο Αιτωλικό. Είχαμε κι ένα πρατήριο στην Αθήνα, στην οδό Μητροπόλεως, απ’ όπου ψωνίζανε τα μαγαζιά της Αθήνας και του Πειραιά.
Εγώ παρακολουθούσα και τη μασουρίστρα. Μου άρεσε αυτό. Περνούσα την κλωστή στη μασουρίστρα, για να δουλέψει ο αργαλειός.
«Εργοστάσιο Μαρίνου - όλοι στον αγώνα», Έλλη Μαρίνου – Πρέσβελου, συνέντευξη στον Οδυσσέα Κουμαδωράκη για το βιβλίο του, Στα χνάρια του χθες, εκδ. Εκ Προοιμίου, Άργος 2010, σ. 189.
Πρέπει δηλαδή αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά, να επιστρέψουμε πίσω στην δεκαετία του 1950, ξαναανακαλύπτοντας έννοιες όπως το μεράκι, η προκοπή, το κάνω πλάτη, το φιλότιμο, ο λόγος, κοινώς η μπέσα… έννοιες που τις θεωρούμε δεδομένες, αλλά που είναι ως επι το πλείστον ξεχασμένες στο πέρασμα του χρόνου.
Άλλωστε, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Περικλής, τον 5ο αι. π.Χ., στον Επιτάφιο λόγο του, τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ᾽ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον, που σημαίνει ότι ευτυχία θα πει ελευθερία και ελευθερία θα πει δυνατή ψυχή…
Με εκτίμηση,
Κωνσταντίνος Κουβαράς