Πρώτο απ’ όλα τα νησιά ξεσηκώθηκε και πρώτο συμμετείχε ενεργώς στην πολιορκία των παραθαλάσσιων φρουρίων. Ως εκ τούτου είχε επισύρει την μήνι του Σουλτάνου, γι’ αυτό και η εκστρατεία του οθωμανικού στόλου το καλοκαίρι του 1822, έγινε και με σκοπό την καταστροφή των Σπετσών.
Τα προ της Ναυμαχίας.
Ο Σουλτάνος αφού απαλλάχθηκε από τους περισπασμούς του πρώτου έτους της Επαναστάσεως, (καταστολή του κινήματος στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, κατάπαυση των εχθροπραξιών με την Περσία, διευθέτηση των διαφορών του με την Ρωσία , μετά από μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οπότε διελύθησαν οι υποψίες του για υποστήριξη της Επαναστάσεως από τον Τσάρο), αποφάσισε να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις κατά της Ελλάδας και με συνδυασμένες ενέργειες στρατού και στόλου να καταπνίξει την Επανάσταση.
Από τις αρχές, λοιπόν, του 1822 σημειώνονται οι σοβαρότερες προσπάθειες των τουρκικών δυνάμεων για τη συντριβή της Επαναστάσεως. Τα σημαντικότερα ναυτικά γεγονότα του πρώτου εξαμήνου του 1822 συνοπτικά είναι: η ναυμαχία των Πατρών (20/2), η καταστροφή της Χίου και η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (30/3-2/4 και 6-7/6). Την κυριότερη όμως και την πιο επικίνδυνη προσπάθεια αποτελεί η έξοδος του τουρκικού στόλου το καλοκαίρι του 1822. Το σχέδιο της εκστρατείας στηριζόταν στις συνδυασμένες επιχειρήσεις στρατού και στόλου. Στον τουρκικό στόλο ειδικότερα είχε ανατεθεί η αποστολή να καταστρέψει τις κύριες βάσεις του ελληνικού στόλου, τα δύο νησιά Σπέτσες και Ύδρα, ώστε να δεχθεί ισχυρό πλήγμα η Επανάσταση από την συντριβή της θαλάσσιας δυνάμεώς της, να λυθεί η πολιορκία του Ναυπλίου και με τον θαλάσσιο αποκλεισμό της Πελοποννήσου να περιορισθούν οι επαναστάτες στα βουνά, όπου και θα διαλύονταν από την έλλειψη εφοδίων και τις χερσαίες επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού.
Ο στόλος με προσωρινό αρχηγό τον καπετάν Μουχτάρ μπέη (ο ιστορικός Α. Χατζηαναργύρου αναφέρει ως ναύαρχο τον Ιμβραήμ πασά πρώην τοπτζίπαση –αρχηγό του πυροβολικού τάγματος-), απέπλευσε από τον Ελλήσποντο στις αρχές Ιουλίου 1822. Ο Τούρκος ναύαρχος, αντί να ακολουθήσει το σχέδιο των επιχειρήσεων, δηλαδή να πλεύσει στον Σαρωνικό όπου βρίσκονται τα δύο νησιά, και να προσεγγίσει τις ακτές της Αργολίδας, όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ο Δράμαλης, προέκρινε να κατευθυνθεί στην Πάτρα όπου βρισκόταν ο νέος αρχηγός του στόλου που είχε εν τω μεταξύ διορισθεί από τον Σουλτάνο, ο Χοσρέφ Μεχμέτ πασάς, ώστε η εξαιρετικής σημασίας επιχείρηση του στόλου αναληφθεί και διεξαχθεί από το νέο στόλαρχο. Γι’ αυτό λοιπόν, περιέπλευσε την Πελοπόννησο και περί τα τέλη του Ιουλίου, αφού παρέλαβε το νέο αρχηγό, φάνηκε μπροστά στο Μεσολόγγι, όπου παρέμεινε άπρακτος, αφού δεν είχαν εκστρατεύσει ακόμη κατά της Αιτωλοακαρνανίας οι Τούρκοι στρατηγοί της Ηπείρου.
Όταν οι Σπετσιώτες πρόκριτοι πληροφορήθηκαν την έξοδο του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, θεώρησαν ότι το νησί τους, λόγω της θέσεώς του κοντά στην Πελοπόννησο και της ομαλής διαμόρφωσης του εδάφους του, αποτελούσε τον πρώτο στόχο των Τούρκων. Σε σύσκεψη λοιπόν των προκρίτων με την προεδρία του πρωτάρχοντα Χατζηγιάννη Μέξη, αποφασίσθηκε να σταλούν τα γυναικόπαιδα σε ασφαλέστερο τόπο, και ως τέτοιο προέκριναν την Ύδρα, και οι άνδρες να υπερασπισθούν την πατρίδα τους με τα καράβια συνενούμενοι με τους στόλους της Ύδρας και των Ψαρών.
Ο γέροντας άρχοντας Χατζηγιάννης Μέξης αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πατρική γη ανυπεράσπιστη και αποφάσισε να οργανώσει την άμυνα του νησιού. Όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος: «ο γέρων Χατσή Γιάννης Μέξης δεν επείσθη να αφήση την πατρικήν του γην εις την διάκρισιν του εχθρού χωρίς να χυθή αίμα δι’ αυτήν».[Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.Α΄, σ.394] . Στην απόφασή του αυτή τον ακολούθησαν ο γιός του Νικόλαος, οι γαμβροί του Ιωάννης Γ. Κούτσης, Δημ. Λεωνίδας και Νικ. Αδριανού Λαζάρου και 53 ακόμη Σπετσιώτες που ορκίσθηκαν να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, σκοτώνοντας στην ανάγκη οι ίδιοι τον πρώτο που θα λιποτακτούσε, ακόμη κι αν ήταν ο ίδιος ο αδελφός τους. Έτσι κάτω από τις οδηγίες του Μέξη, κατασκευάσθηκαν τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό αυτό στη θέση Φανάρι στην είσοδο του λιμανιού. Καθώς αναφέρει η παράδοση, ο Χατζηγιάννης Μέξης διέταξε και τοποθετήθηκαν, όσα φέσια υπήρχαν, στους ασφοδέλους (καραμπούσια) που φυτρώνουν άφθονα στο νησί και ν’ ανάψουν φωτιές σε διάφορα σημεία, ώστε να προξενείται η εντύπωση στον εχθρό ότι υπήρχε στο νησί πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη. Στη θάλασσα ως βοηθούς του είχε τον γαμβρό του Δημ. Λεωνίδα και τον Κοσμά Μπαρμπάτση με το πυρπολικό του.
Συγχρόνως οι Σπετσιώτες ζήτησαν στρατιωτικές ενισχύσεις από την Κυβέρνηση. Πράγματι, αμέσως εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον για την προάσπιση του νησιού. Για τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς η αποτροπή της καταστροφής των Σπετσών δεν ήταν μόνο καθήκον ευγνωμοσύνης για όσα είχε προσφέρει στην Επανάσταση αλλά προάσπιση όλου του Αγώνα. Τελικώς όμως η υπό τον Πάνο Κολοκοτρώνη δύναμη από 850 στρατιώτες έφθασε μετά τη λήξη της Ναυμαχίας.
Ενώ είχαν αρχίσει οι συνεννοήσεις μεταξύ των Σπετσιωτών και των Υδραίων προκρίτων για την μεταφορά των αμάχων και την, εκ μέρους της Ύδρας, προετοιμασία ναυτικής δυνάμεως, σπετσιώτικα πλοία στάλθηκαν για να παρακολουθούν τις κινήσεις του εχθρικού στόλου. Από τις 3 Αυγούστου άρχισε η μεταφορά των αμάχων στην Ύδρα και ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου.
Στο διάστημα από 14 έως 19 Αυγούστου κατέπλευσαν στο στενό των Σπετσών 13 πλοία των Ψαρών με ναύαρχο των Νικολή Αποστόλη και η ναυτική δύναμη της Ύδρας που την συγκροτούσαν 29 πλοία, από τα οποία 5 πυρπολικά με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη. Μετά από σύσκεψη των ναυάρχων με τους Σπετσιώτες προκρίτους, ο Υδραιοψαριανός στόλος αναχώρησε προς συνάντηση του εχθρού, καθώς έρχονταν ειδήσεις από τα πλοία που είχαν σταλεί ως πρόσκοποι, πως αυτός έπλεε έξω από την Μεθώνη και Κορώνη. Στις 26 Αυγούστου αναχώρησε και η σπετσιώτικη μοίρα από 15 πλοία, 3 των οποίων ήσαν πυρπολικά με ναύαρχο τον Γεώργιο Ανδρούτσο. Τα υπόλοιπα πλοία των Σπετσών ήσαν στο στάδιο της ετοιμασίας και μετέφεραν αμάχους στην Ύδρα. Ο Τρινήσιος στόλος μέχρι την 7η Σεπτεμβρίου περιπολούσε στο Μυρτώο Πέλαγος, μεταξύ Παραπόλας και Κυθήρων, για την παρακολούθηση των κινήσεων του τουρκικού στόλου.
Η Ναυμαχία.
Τα ξημερώματα της Παρασκευής 8 Σεπτεμβρίου 1822, ο οθωμανικός στόλος φάνηκε πλέοντας ανατολικά των Σπετσών, έχοντας δε ευνοϊκό τον άνεμο, κατευθυνόταν στο μεταξύ Σπετσοπούλας και Τρίκερι στόμιο του στενού Σπετσών-ερμιονικής ακτής. Ο οθωμανικός στόλος αποτελούμενος από τις ναυτικές μοίρες της Τουρκίας, της Αιγύπτου, του Αλγερίου, της Τύνιδας και της Μπαρμπαριάς, είχε εκτόπισμα 62.000 τόνων, δύναμη πυρός 2.800 πυροβόλων και τα πληρώματά του ανέρχονταν σε 17.000 άνδρες. Τα πλοία του Τρινήσιου στόλου, είχαν συνολικά εκτόπισμα 23.000 τόνων, δύναμη πυροβολικού από 700 κανόνια ενώ το άθροισμα των πληρωμάτων του δεν ξεπερνούσε τους 4.500 άνδρες. Ο ελληνικός στόλος μέχρι εκείνη την ώρα αγνοούσε την κατεύθυνση του εχθρού. Η υδραίικη μοίρα βρισκόταν μεταξύ Τρίκερι και Δοκού, η σπετσιώτικη νοτίως της Σπετσοπούλας και η Ψαριανή ανατολικότερα.
Μόλις έγινε αντιληπτό ότι σκοπός του εχθρού ήταν η προσβολή των Σπετσών, (γιατί, αν ήθελε να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου θα έπλεε δυτικότερα, μεταξύ Σπετσών και πελοποννησιακών ακτών), ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, ο μόνος από τους ναυάρχους που, εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν στον πορθμό των Σπετσών, με σήματα καλούσε το στόλο να τον ακολουθήσει στο εσωτερικό του στενού, θέλοντας να υποχρεώσει τον εχθρό να εισέλθει στο μυχό του κι εκεί να τον καταναυμαχήσει ευκολότερα κυρίως με τα πυρπολικά και να προστατεύσει το νησί από ενδεχόμενη εχθρική απόβαση. Μόλις όμως τα τουρκικά πλοία πλησίασαν το Τρίκερι, ο Υδραίος Αντώνιος Γ. Κριεζής και οι Σπετσιώτες Ιωάννης Χρ. Κούτσης, Ιωάννης Τσούπας και Δημ. Ν. Λάμπρου ή Λεωνίδας, όχι μόνο δεν ακολούθησαν τις εντολές του Μιαούλη, αλλά ανακωχεύσαντες και σχηματίζοντας ημικύκλιο στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ της πόλεως των Σπετσών και του ακρωτηρίου του Αγίου Αιμιλιανού στην απέναντι ακτή της Αργολίδας, άρχισαν τον κανονιοβολισμό εναντίων μερικών εχθρικών πλοίων που είχαν προχωρήσει αρκετά προς αυτό το μέρος. Το παράδειγμα των τεσσάρων πλοιάρχων ακολούθησαν ο Σπετσιώτης Ανάργυρος Λεμπέσης και ο Υδραίος Λάζαρος Παναγιώτας. Η ενέργεια των πλοιάρχων πρέπει να τονίσουμε δεν συνιστούσε ανυπακοή στα κελεύσματα του Μιαούλη αλλά με την τροπή που είχαν λάβει τα πράγματα με τη διαίρεση του ελληνικού στόλου, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί κάποιο πολεμικό σχέδιο, και κάθε πλοίαρχος έπραττε ό,τι φαινόταν σ’ αυτόν καλύτερο για την σωτηρία της πατρίδας.
Ο Μιαούλης μη εισακουόμενος πλέον αναγκάσθηκε να ενωθεί με την υδραίικη μοίρα, η οποία μπροστά από την Ύδρα και τον Δοκό έχοντας σχηματίσει καμπύλη γραμμή, άρχισε σφοδρό κανονιοβολισμό κατά του εχθρού. Συγχρόνως τα Ψαριανά πλοία παρενεβλήθησαν μπροστά στις Σπέτσες και άρχισαν με τους κατσαδούρους (πρωραία πυροβόλα) το πυρ κατά του εχθρού. Η σπετσιώτικη μοίρα έχοντας περιπέσει σε άκρα γαλήνη δεν μπορούσε να κινηθεί. Αναγκάσθηκαν λοιπόν οι πλοίαρχοι να ρίξουν στη θάλασσα τις βάρκες και να ρυμουλκήσουν με τα κουπιά τα πλοία τους, για να διαπλεύσουν την Σπετσοπούλα και να βρεθούν μέσα στο στενό. Έτσι προχωρώντας σιγά-σιγά με τα κουπιά, πλησίασαν του Ψαριανούς με τους οποίους, αφού έλαβαν θέσεις στα πλάγια του εχθρού και παραλλήλως της πόλεως των Σπετσών, άρχισαν το πυρ.
Όταν επιτέλους όλη η ναυτική δύναμη των τριών νησιών έλαβε θέσεις δεξιά και αριστερά του οθωμανικού στόλου, αυτός ανακώχευσε μέσα στο στενό σε όλη του την έκταση, ανταποδίδοντας τα πυρά, ενώ δεχόταν σφοδρό το πυρ από τα κανονιοστάσια του Χατζηγιάννη Μέξη στα παράλια του νησιού και αυτού που είχε στηθεί στην απέναντι Αργολική ακτή από Σπετσιώτες και Κρανιδιώτες.
Η Ναυμαχία διεξαγόταν επί πολλές ώρες, χωρίς να γίνει δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα πυρπολικά. Ο καπνός που είχε καλύψει την επιφάνεια της θάλασσας από τους κανονιοβολισμούς, ήταν τόσο πυκνός, ώστε η δράση των πυρπολικών και ριψοκίνδυνη ήταν και δεν έδινε πολλές ελπίδες επιτυχίας.
Μία αυθεντική περιγραφή της Ναυμαχίας, διαβάζουμε στο Ημερολόγιο του σπετσιώτικου πλοίου ‘Ηρακλής’ του Αναγνώστη Χατζηαναργύρου: «8 7βρίου. Τη αυγή εστεκόμεθα μετά του ημετέρου στόλου συνισταμένου από 60 πλοία (δέκα εκ των οποίων ήσαν πυρπολικά) εν μέσω Ύδρας και Τρικέρων, ο δ’ εχθρικός πέραν της Ύδρας, συνιστάμενος εκ δεκαέξι φρεγατών, έξι βασσέλλων, έξι κουρβεττών, μιάς γολέττας, και 50 σχεδόν βριγαντίνων. Περί την αην ώραν της ημέρας ευρών ο εχθρός καιρόν αρμόδιον του Αργέστου (Γρέγου), διευθύνθει καθ’ ημών, ημείς δε εις άκραν γαλήνην. Εις τας 3 ώρας λοιπόν, ευρόντες τον αυτόν άνεμον ετραβίχθημεν εις το στενόν των Σπετζών, και περί τας 4 ήρχισεν ο εχθρός να μας πυροβολή αδιακόπως· τα ημέτερα δε πλοία έγιναν δύω γραμμάς, η μεν μία επροσπάθησε να λάβη τα υπέρ του ανέμου, η δ’ ετέρα έμεινεν υπό του ανέμου. Εις τας πέντε ώρας λοιπόν επλησίασε τόσον, όσον έφθανον αι σφαίραι των Ελληνικών πλοίων, και τότε ήρχισεν η υπό του ανέμου γραμμή τ’ αδιάκοπον πυρ κατά του εχθρού, εις ην ευρεθέν και το ημέτερον πλοίον ο Ηρακλής, επλησίασεν όσον το δυνατόν εις τον εχθρόν πυροβολούντες τον και πυροβολούμενοι και κατά την πρώτην εισβολήν μας έσπασαν την καλουμένην τζιβάδαν, (ξύλον ευρισκόμενον εις τ’ οξύτερον μέρος του πλοίου εις είδος Σταυρού). Πάραυτα λοιπόν ετραβίχθημεν από το εχθρικόν πυρ και διορθώσαντες την αυτήν τζιβάδαν, εξακολουθήσαμεν την αυτήν εργασίαν του πυρός μετά των ετέρων κατά του ιδίου Οθωμανικού στόλου· οποίον πυρ διήρκησεν από τας πέντε ώρας της ημέρας έως τας δέκα. Δήλον γίνεται, ότι πλησιάσαντες παρά τω εχθρώ, ως άνω είπον, διάφοραις φοραίς, τω ερρίψαμεν κανονάτας τεσσαράκοντα, εκείνος δε αναρίθμηταις. […] Παρελθούσης δε της δεκάτης ώρας, ετραβίχθη ο εχθρός εις πλατείαν θάλασσαν, πέραν της Καϊμένης [σ.σ. το νησάκι Παραπόλα] και ημείς όπισθεν αυτού παρατηρούντες τα κινήματά του». [Τα Σπετσιωτικά, τ.Γ΄, σελ.76-77].
Κατά το δειλινό, μοίρα του εχθρικού στόλου κατόρθωσε να διασπάσει την γραμμή μερικών υδραίικων πλοίων κοντά στο Δοκό αναγκάζοντάς τα να υποχωρήσουν προς τις βραχώδεις ακτές του νησιού. Ένα αλγερίνικο πλοίο επιτέθηκε στο πυρπολικό του Α. Πιπίνου, που λόγω του μεγέθους του το θεώρησε κανονικό πολεμικό πλοίο. Ο Πιπίνος χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του έβαλε φωτιά στο πυρπολικό αφού το προσκόλλησε στο εχθρικό πλοίο. Δεν κατάφερε όμως να το κάψει, γιατί οι έμπειροι Αλγερινοί ναύτες κατόρθωσαν να απομακρύνουν το πυρπολικό από το πλοίο τους. Το συμβάν καταθορύβησε τους εχθρούς, οι οποίοι φοβούμενοι την ύπαρξη και άλλων πυρπολικών υποχώρησαν. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία στους Υδραίους να ξεφύγουν προς τα παράλια της Ερμιονίδας.
Η ώρα πλησίαζε 6 το απόγευμα, η Ναυμαχία εξακολουθούσε με πείσμα και από τις δύο πλευρές, όταν από το κανονιοστάσιο του Λιμανιού εφορμά στο κέντρο της εχθρικής παρατάξεως όπου βρισκόταν η τουρκική ναυαρχίδα, ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης. Ας παρακολουθήσουμε όμως την περιγραφή της θρυλικής αυτής επίθεσης του Μπαρμπάτση, μέσα από τις σελίδες των Σπετσιωτικών του Αναργ. Χατζηαναργύρου: «Επί τέλους, δείλης οψίας γενομένης, του δε αγώνος κορυφωθέντος, εξορμά του λιμένος της νήσου των Σπετσών ο Κοσμάς Μπαρμπάτσης με το πυρπολικόν του, συνοδευόμενος υπό των παρακελεύσεων του ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζή-Ιωάννου Μέξη, όστις διά του ιδίου του στήθους επάλαιε την στιγμήν ταύτην κατά του εχθρού εκ των προ του λιμένος Κανονοστασίων μετά των περί αυτόν ευρεθέντων οικείων,[…] επικαλουμένου δε στεντορείως πατρίδα, θρησκείαν και τιμήν, και ο πυρπολητής εφορμά εις το κέντρον της Οθωμανικής δυνάμεως, όπου τεταγμένη ην η Ναυαρχίς· αλλ’ αύτη, εις τας περιβομβούσας των παραπλεόντων οικείων φωνάς ότι πυρπολικόν προσεγγίζει, δίδει τα σημεία της υποχωρήσεως, πριν τούτο κατορθώση το ποθούμενον, την προσκόλλησιν όπου δυνατόν, και τα εχθρικά πλοία ανακρουσάμενα πρύμναν, του ανέμου ζωηρότερον πνέοντος, ανήχθησαν ανενόχλητοι εις το πέλαγος, διότι επήλθε σκότος και δεν διεκρίνετο πλέον τίς ο πολέμιος ή τίς ο οικείος». [Τα Σπετσιωτικά, τ.Γ΄, σελ.282-283]. Πιστεύεται ότι ο Τούρκος ναύαρχος έδωσε εντολή για την υποχώρηση του στόλου, επειδή θεώρησε ότι η τυχαία διαίρεση του Τρινήσιου στόλου ήταν κάποιο τέχνασμα των Ελλήνων και γιατί αποθαρρύνθηκε από την ηρωική άμυνα των υπό τον Μέξη υπερασπιστών του νησιού και κυρίως από την παράτολμη ενέργεια του Μπαρμπάτση.
Απώλειες σημαντικές από την μία και την άλλη πλευρά δεν σημειώθηκαν. Το γεγονός αυτό προκαλεί έκπληξη αν αναλογισθούμε ότι 140 περίπου πλοία κανονιοβολούσαν αλλήλους και την δύναμη πυρός των τουρκικών πλοίων. Μας δίνει όμως και μία εικόνα των συνθηκών κάτω από τις οποίες διεξάγονταν οι ναυμαχίες του ’21 και τον καίριο και αποφασιστικό ρόλο που έπαιξαν τα πυρπολικά στην έκβαση –τη νικηφόρα συνηθέστατα για τους Έλληνες-, των αντιπαρατάξεων των δύο στόλων. Πρέπει ακόμη να τονίσουμε και την βαθειά θρησκευτική συνείδηση των ναυτικών μας. Οι ευσεβείς λοιπόν ναυτικοί μας απέδωσαν το θαύμα, όπως θεωρήθηκε, της απόκρουσης του τουρκικού στόλου και της σωτηρίας των Σπετσών, στην εορτάζουσα στις 8 Σεπτεμβρίου Υπεραγία Θεοτόκο και στο μέρος όπου ήταν το κανονιοστάσιο του Φαναριού, ιδρύθηκε ο ναός της Παναγίας της Αρμάτας. Επιγραμματικά επίσης πρέπει να αποδώσουμε τον οφειλόμενο φόρο Τιμής στον γέροντα Άρχοντα Χατζηγιάννη Μέξη που επέμεινε στην απόφαση της παραμονής του στο νησί με λίγους συναγωνιστές του και της αντίστασής του μέχρις εσχάτων.
Τις επόμενες μέρες, ο Τούρκος Ναύαρχος προσπάθησε να επαναλάβει την επιχείρηση καταστροφής των Σπετσών και ανεφοδιασμού του Ναυπλίου, λόγω όμως της νηνεμίας, της στενής παρακολούθησης από τον Τρινήσιο στόλο και του φόβου των πυρπολικών, τις εσπερινές ώρες της 14ης Σεπτεμβρίου, απέπλευσε για την Σούδα, χωρίς να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του.
Ο τουρκικός στόλος στις αρχές Οκτωβρίου αναχώρησε από την Σούδα με κατεύθυνση τα στενά του Ελλησπόντου. Στην Τένεδο, όπου είχε αγκυροβολήσει, ο Κ. Κανάρης πυρπόλησε, στις 27 Οκτ. 1822, το πλοίο του καπετάν μπέη (αντιναυάρχου), προκαλώντας τον πανικό στον Τούρκο ναύαρχο που έσπευσε να κλειστεί στα Δαρδανέλλια. Αυτό λοιπόν υπήρξε το άδοξο κι επονείδιστο τέλος των τουρκικών σχεδίων για την συντριβή του ελληνικού στόλου και την καταστροφή των βάσεών του.
Το Ναύπλιο στερούμενο οποιασδήποτε ενίσχυσης οδηγήθηκε στην παράδοση (30 Νοε. 1822). Η κατάληψη του Ναυπλίου συνετέλεσε στην ανύψωση του ηθικού των αγωνιζόμενων Ελλήνων, γιατί έδειξε ότι ο Αγώνας τους είχε προοπτική επιτυχίας. Αυτό το αντιλήφθηκαν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που άρχισαν να αντιμετωπίζουν την Ελληνική Επανάσταση όχι ως μία εκδηλωθείσα ανταρσία υπηκόων του Σουλτάνου, αλλά ως Αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία ενός λαού εναντίον του τυράννου του. Χαρακτηριστικά ο Γάλλος ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ γράφει: «Αι τελευταίαι επιτυχίαι των στόλων και στρατιών αυτής είχον καθιερώση τα επί της ανεξαρτησίας δίκαια αυτής». [Ιστορία του υπέρ της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων Αγώνος, κυρίως του Ναυτικού, σ.117].
Αντί επιλόγου παραθέτουμε απόσπασμα εγγράφου με ημερομηνία 20 Απριλίου 1858, το οποίο υπογράφουν οι κατά το έτος εκείνο επιζώντες από τους αγωνισθέντες στα κανονιοστάσια του νησιού. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται περιεκτικά ποια σπουδαία οφέλη απεκόμισε η Επανάσταση από τη Ναυμαχία αυτή:
«Τα δε aποτελέσματα του αγώνος της αξιομνημονεύτου εν τη Ελληνική Επαναστάσει ημέρας της ογδόης Σεπτεμβρίου του 1822 εισί μέγιστα, αν και φθορά εχθρών και εχθρικών πλοίων δεν προσεγένετο. Και πρώτον ο εχθρός εδιδάχθη κάλλιστα ότι αι ναυτικαί νήσοι έχουσιν ανδρείους βραχίονας προς υπεράσπισιν του εδάφους των. Δεύτερον ματαιωθείσης της εισελεύσεως του εχθρικού στόλου εις Ναύπλιον επήλθεν η παράδοσις του φρουρίου ως μη λαβόντος τροφάς έξωθεν και τέλος οι κατά θάλασσαν Έλληνες ανέλαβον μέγιστον θάρρος εις τας ναυτικάς παρατάξεις ως απέδειξαν κατόπιν».-
Βιβλιογραφία:
Α. Χατζηαναργύρου, Τα Σπετσιωτικά, τ. Γ΄, Πειραιεύς 1926.
Α. Ορλάνδου, Ναυτικά, τ.Α΄, Αθήναι 1869.
Δ. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, τ.5ος, Αθήναι 1933.
Τα προ της Ναυμαχίας.
Ο Σουλτάνος αφού απαλλάχθηκε από τους περισπασμούς του πρώτου έτους της Επαναστάσεως, (καταστολή του κινήματος στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, κατάπαυση των εχθροπραξιών με την Περσία, διευθέτηση των διαφορών του με την Ρωσία , μετά από μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οπότε διελύθησαν οι υποψίες του για υποστήριξη της Επαναστάσεως από τον Τσάρο), αποφάσισε να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις κατά της Ελλάδας και με συνδυασμένες ενέργειες στρατού και στόλου να καταπνίξει την Επανάσταση.
Από τις αρχές, λοιπόν, του 1822 σημειώνονται οι σοβαρότερες προσπάθειες των τουρκικών δυνάμεων για τη συντριβή της Επαναστάσεως. Τα σημαντικότερα ναυτικά γεγονότα του πρώτου εξαμήνου του 1822 συνοπτικά είναι: η ναυμαχία των Πατρών (20/2), η καταστροφή της Χίου και η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (30/3-2/4 και 6-7/6). Την κυριότερη όμως και την πιο επικίνδυνη προσπάθεια αποτελεί η έξοδος του τουρκικού στόλου το καλοκαίρι του 1822. Το σχέδιο της εκστρατείας στηριζόταν στις συνδυασμένες επιχειρήσεις στρατού και στόλου. Στον τουρκικό στόλο ειδικότερα είχε ανατεθεί η αποστολή να καταστρέψει τις κύριες βάσεις του ελληνικού στόλου, τα δύο νησιά Σπέτσες και Ύδρα, ώστε να δεχθεί ισχυρό πλήγμα η Επανάσταση από την συντριβή της θαλάσσιας δυνάμεώς της, να λυθεί η πολιορκία του Ναυπλίου και με τον θαλάσσιο αποκλεισμό της Πελοποννήσου να περιορισθούν οι επαναστάτες στα βουνά, όπου και θα διαλύονταν από την έλλειψη εφοδίων και τις χερσαίες επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού.
Ο στόλος με προσωρινό αρχηγό τον καπετάν Μουχτάρ μπέη (ο ιστορικός Α. Χατζηαναργύρου αναφέρει ως ναύαρχο τον Ιμβραήμ πασά πρώην τοπτζίπαση –αρχηγό του πυροβολικού τάγματος-), απέπλευσε από τον Ελλήσποντο στις αρχές Ιουλίου 1822. Ο Τούρκος ναύαρχος, αντί να ακολουθήσει το σχέδιο των επιχειρήσεων, δηλαδή να πλεύσει στον Σαρωνικό όπου βρίσκονται τα δύο νησιά, και να προσεγγίσει τις ακτές της Αργολίδας, όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ο Δράμαλης, προέκρινε να κατευθυνθεί στην Πάτρα όπου βρισκόταν ο νέος αρχηγός του στόλου που είχε εν τω μεταξύ διορισθεί από τον Σουλτάνο, ο Χοσρέφ Μεχμέτ πασάς, ώστε η εξαιρετικής σημασίας επιχείρηση του στόλου αναληφθεί και διεξαχθεί από το νέο στόλαρχο. Γι’ αυτό λοιπόν, περιέπλευσε την Πελοπόννησο και περί τα τέλη του Ιουλίου, αφού παρέλαβε το νέο αρχηγό, φάνηκε μπροστά στο Μεσολόγγι, όπου παρέμεινε άπρακτος, αφού δεν είχαν εκστρατεύσει ακόμη κατά της Αιτωλοακαρνανίας οι Τούρκοι στρατηγοί της Ηπείρου.
Όταν οι Σπετσιώτες πρόκριτοι πληροφορήθηκαν την έξοδο του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, θεώρησαν ότι το νησί τους, λόγω της θέσεώς του κοντά στην Πελοπόννησο και της ομαλής διαμόρφωσης του εδάφους του, αποτελούσε τον πρώτο στόχο των Τούρκων. Σε σύσκεψη λοιπόν των προκρίτων με την προεδρία του πρωτάρχοντα Χατζηγιάννη Μέξη, αποφασίσθηκε να σταλούν τα γυναικόπαιδα σε ασφαλέστερο τόπο, και ως τέτοιο προέκριναν την Ύδρα, και οι άνδρες να υπερασπισθούν την πατρίδα τους με τα καράβια συνενούμενοι με τους στόλους της Ύδρας και των Ψαρών.
Ο γέροντας άρχοντας Χατζηγιάννης Μέξης αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πατρική γη ανυπεράσπιστη και αποφάσισε να οργανώσει την άμυνα του νησιού. Όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος: «ο γέρων Χατσή Γιάννης Μέξης δεν επείσθη να αφήση την πατρικήν του γην εις την διάκρισιν του εχθρού χωρίς να χυθή αίμα δι’ αυτήν».[Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.Α΄, σ.394] . Στην απόφασή του αυτή τον ακολούθησαν ο γιός του Νικόλαος, οι γαμβροί του Ιωάννης Γ. Κούτσης, Δημ. Λεωνίδας και Νικ. Αδριανού Λαζάρου και 53 ακόμη Σπετσιώτες που ορκίσθηκαν να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, σκοτώνοντας στην ανάγκη οι ίδιοι τον πρώτο που θα λιποτακτούσε, ακόμη κι αν ήταν ο ίδιος ο αδελφός τους. Έτσι κάτω από τις οδηγίες του Μέξη, κατασκευάσθηκαν τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό αυτό στη θέση Φανάρι στην είσοδο του λιμανιού. Καθώς αναφέρει η παράδοση, ο Χατζηγιάννης Μέξης διέταξε και τοποθετήθηκαν, όσα φέσια υπήρχαν, στους ασφοδέλους (καραμπούσια) που φυτρώνουν άφθονα στο νησί και ν’ ανάψουν φωτιές σε διάφορα σημεία, ώστε να προξενείται η εντύπωση στον εχθρό ότι υπήρχε στο νησί πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη. Στη θάλασσα ως βοηθούς του είχε τον γαμβρό του Δημ. Λεωνίδα και τον Κοσμά Μπαρμπάτση με το πυρπολικό του.
Συγχρόνως οι Σπετσιώτες ζήτησαν στρατιωτικές ενισχύσεις από την Κυβέρνηση. Πράγματι, αμέσως εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον για την προάσπιση του νησιού. Για τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς η αποτροπή της καταστροφής των Σπετσών δεν ήταν μόνο καθήκον ευγνωμοσύνης για όσα είχε προσφέρει στην Επανάσταση αλλά προάσπιση όλου του Αγώνα. Τελικώς όμως η υπό τον Πάνο Κολοκοτρώνη δύναμη από 850 στρατιώτες έφθασε μετά τη λήξη της Ναυμαχίας.
Ενώ είχαν αρχίσει οι συνεννοήσεις μεταξύ των Σπετσιωτών και των Υδραίων προκρίτων για την μεταφορά των αμάχων και την, εκ μέρους της Ύδρας, προετοιμασία ναυτικής δυνάμεως, σπετσιώτικα πλοία στάλθηκαν για να παρακολουθούν τις κινήσεις του εχθρικού στόλου. Από τις 3 Αυγούστου άρχισε η μεταφορά των αμάχων στην Ύδρα και ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου.
Στο διάστημα από 14 έως 19 Αυγούστου κατέπλευσαν στο στενό των Σπετσών 13 πλοία των Ψαρών με ναύαρχο των Νικολή Αποστόλη και η ναυτική δύναμη της Ύδρας που την συγκροτούσαν 29 πλοία, από τα οποία 5 πυρπολικά με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη. Μετά από σύσκεψη των ναυάρχων με τους Σπετσιώτες προκρίτους, ο Υδραιοψαριανός στόλος αναχώρησε προς συνάντηση του εχθρού, καθώς έρχονταν ειδήσεις από τα πλοία που είχαν σταλεί ως πρόσκοποι, πως αυτός έπλεε έξω από την Μεθώνη και Κορώνη. Στις 26 Αυγούστου αναχώρησε και η σπετσιώτικη μοίρα από 15 πλοία, 3 των οποίων ήσαν πυρπολικά με ναύαρχο τον Γεώργιο Ανδρούτσο. Τα υπόλοιπα πλοία των Σπετσών ήσαν στο στάδιο της ετοιμασίας και μετέφεραν αμάχους στην Ύδρα. Ο Τρινήσιος στόλος μέχρι την 7η Σεπτεμβρίου περιπολούσε στο Μυρτώο Πέλαγος, μεταξύ Παραπόλας και Κυθήρων, για την παρακολούθηση των κινήσεων του τουρκικού στόλου.
Η Ναυμαχία.
Τα ξημερώματα της Παρασκευής 8 Σεπτεμβρίου 1822, ο οθωμανικός στόλος φάνηκε πλέοντας ανατολικά των Σπετσών, έχοντας δε ευνοϊκό τον άνεμο, κατευθυνόταν στο μεταξύ Σπετσοπούλας και Τρίκερι στόμιο του στενού Σπετσών-ερμιονικής ακτής. Ο οθωμανικός στόλος αποτελούμενος από τις ναυτικές μοίρες της Τουρκίας, της Αιγύπτου, του Αλγερίου, της Τύνιδας και της Μπαρμπαριάς, είχε εκτόπισμα 62.000 τόνων, δύναμη πυρός 2.800 πυροβόλων και τα πληρώματά του ανέρχονταν σε 17.000 άνδρες. Τα πλοία του Τρινήσιου στόλου, είχαν συνολικά εκτόπισμα 23.000 τόνων, δύναμη πυροβολικού από 700 κανόνια ενώ το άθροισμα των πληρωμάτων του δεν ξεπερνούσε τους 4.500 άνδρες. Ο ελληνικός στόλος μέχρι εκείνη την ώρα αγνοούσε την κατεύθυνση του εχθρού. Η υδραίικη μοίρα βρισκόταν μεταξύ Τρίκερι και Δοκού, η σπετσιώτικη νοτίως της Σπετσοπούλας και η Ψαριανή ανατολικότερα.
Μόλις έγινε αντιληπτό ότι σκοπός του εχθρού ήταν η προσβολή των Σπετσών, (γιατί, αν ήθελε να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου θα έπλεε δυτικότερα, μεταξύ Σπετσών και πελοποννησιακών ακτών), ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, ο μόνος από τους ναυάρχους που, εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν στον πορθμό των Σπετσών, με σήματα καλούσε το στόλο να τον ακολουθήσει στο εσωτερικό του στενού, θέλοντας να υποχρεώσει τον εχθρό να εισέλθει στο μυχό του κι εκεί να τον καταναυμαχήσει ευκολότερα κυρίως με τα πυρπολικά και να προστατεύσει το νησί από ενδεχόμενη εχθρική απόβαση. Μόλις όμως τα τουρκικά πλοία πλησίασαν το Τρίκερι, ο Υδραίος Αντώνιος Γ. Κριεζής και οι Σπετσιώτες Ιωάννης Χρ. Κούτσης, Ιωάννης Τσούπας και Δημ. Ν. Λάμπρου ή Λεωνίδας, όχι μόνο δεν ακολούθησαν τις εντολές του Μιαούλη, αλλά ανακωχεύσαντες και σχηματίζοντας ημικύκλιο στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ της πόλεως των Σπετσών και του ακρωτηρίου του Αγίου Αιμιλιανού στην απέναντι ακτή της Αργολίδας, άρχισαν τον κανονιοβολισμό εναντίων μερικών εχθρικών πλοίων που είχαν προχωρήσει αρκετά προς αυτό το μέρος. Το παράδειγμα των τεσσάρων πλοιάρχων ακολούθησαν ο Σπετσιώτης Ανάργυρος Λεμπέσης και ο Υδραίος Λάζαρος Παναγιώτας. Η ενέργεια των πλοιάρχων πρέπει να τονίσουμε δεν συνιστούσε ανυπακοή στα κελεύσματα του Μιαούλη αλλά με την τροπή που είχαν λάβει τα πράγματα με τη διαίρεση του ελληνικού στόλου, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί κάποιο πολεμικό σχέδιο, και κάθε πλοίαρχος έπραττε ό,τι φαινόταν σ’ αυτόν καλύτερο για την σωτηρία της πατρίδας.
Ο Μιαούλης μη εισακουόμενος πλέον αναγκάσθηκε να ενωθεί με την υδραίικη μοίρα, η οποία μπροστά από την Ύδρα και τον Δοκό έχοντας σχηματίσει καμπύλη γραμμή, άρχισε σφοδρό κανονιοβολισμό κατά του εχθρού. Συγχρόνως τα Ψαριανά πλοία παρενεβλήθησαν μπροστά στις Σπέτσες και άρχισαν με τους κατσαδούρους (πρωραία πυροβόλα) το πυρ κατά του εχθρού. Η σπετσιώτικη μοίρα έχοντας περιπέσει σε άκρα γαλήνη δεν μπορούσε να κινηθεί. Αναγκάσθηκαν λοιπόν οι πλοίαρχοι να ρίξουν στη θάλασσα τις βάρκες και να ρυμουλκήσουν με τα κουπιά τα πλοία τους, για να διαπλεύσουν την Σπετσοπούλα και να βρεθούν μέσα στο στενό. Έτσι προχωρώντας σιγά-σιγά με τα κουπιά, πλησίασαν του Ψαριανούς με τους οποίους, αφού έλαβαν θέσεις στα πλάγια του εχθρού και παραλλήλως της πόλεως των Σπετσών, άρχισαν το πυρ.
Όταν επιτέλους όλη η ναυτική δύναμη των τριών νησιών έλαβε θέσεις δεξιά και αριστερά του οθωμανικού στόλου, αυτός ανακώχευσε μέσα στο στενό σε όλη του την έκταση, ανταποδίδοντας τα πυρά, ενώ δεχόταν σφοδρό το πυρ από τα κανονιοστάσια του Χατζηγιάννη Μέξη στα παράλια του νησιού και αυτού που είχε στηθεί στην απέναντι Αργολική ακτή από Σπετσιώτες και Κρανιδιώτες.
Η Ναυμαχία διεξαγόταν επί πολλές ώρες, χωρίς να γίνει δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα πυρπολικά. Ο καπνός που είχε καλύψει την επιφάνεια της θάλασσας από τους κανονιοβολισμούς, ήταν τόσο πυκνός, ώστε η δράση των πυρπολικών και ριψοκίνδυνη ήταν και δεν έδινε πολλές ελπίδες επιτυχίας.
Μία αυθεντική περιγραφή της Ναυμαχίας, διαβάζουμε στο Ημερολόγιο του σπετσιώτικου πλοίου ‘Ηρακλής’ του Αναγνώστη Χατζηαναργύρου: «8 7βρίου. Τη αυγή εστεκόμεθα μετά του ημετέρου στόλου συνισταμένου από 60 πλοία (δέκα εκ των οποίων ήσαν πυρπολικά) εν μέσω Ύδρας και Τρικέρων, ο δ’ εχθρικός πέραν της Ύδρας, συνιστάμενος εκ δεκαέξι φρεγατών, έξι βασσέλλων, έξι κουρβεττών, μιάς γολέττας, και 50 σχεδόν βριγαντίνων. Περί την αην ώραν της ημέρας ευρών ο εχθρός καιρόν αρμόδιον του Αργέστου (Γρέγου), διευθύνθει καθ’ ημών, ημείς δε εις άκραν γαλήνην. Εις τας 3 ώρας λοιπόν, ευρόντες τον αυτόν άνεμον ετραβίχθημεν εις το στενόν των Σπετζών, και περί τας 4 ήρχισεν ο εχθρός να μας πυροβολή αδιακόπως· τα ημέτερα δε πλοία έγιναν δύω γραμμάς, η μεν μία επροσπάθησε να λάβη τα υπέρ του ανέμου, η δ’ ετέρα έμεινεν υπό του ανέμου. Εις τας πέντε ώρας λοιπόν επλησίασε τόσον, όσον έφθανον αι σφαίραι των Ελληνικών πλοίων, και τότε ήρχισεν η υπό του ανέμου γραμμή τ’ αδιάκοπον πυρ κατά του εχθρού, εις ην ευρεθέν και το ημέτερον πλοίον ο Ηρακλής, επλησίασεν όσον το δυνατόν εις τον εχθρόν πυροβολούντες τον και πυροβολούμενοι και κατά την πρώτην εισβολήν μας έσπασαν την καλουμένην τζιβάδαν, (ξύλον ευρισκόμενον εις τ’ οξύτερον μέρος του πλοίου εις είδος Σταυρού). Πάραυτα λοιπόν ετραβίχθημεν από το εχθρικόν πυρ και διορθώσαντες την αυτήν τζιβάδαν, εξακολουθήσαμεν την αυτήν εργασίαν του πυρός μετά των ετέρων κατά του ιδίου Οθωμανικού στόλου· οποίον πυρ διήρκησεν από τας πέντε ώρας της ημέρας έως τας δέκα. Δήλον γίνεται, ότι πλησιάσαντες παρά τω εχθρώ, ως άνω είπον, διάφοραις φοραίς, τω ερρίψαμεν κανονάτας τεσσαράκοντα, εκείνος δε αναρίθμηταις. […] Παρελθούσης δε της δεκάτης ώρας, ετραβίχθη ο εχθρός εις πλατείαν θάλασσαν, πέραν της Καϊμένης [σ.σ. το νησάκι Παραπόλα] και ημείς όπισθεν αυτού παρατηρούντες τα κινήματά του». [Τα Σπετσιωτικά, τ.Γ΄, σελ.76-77].
Κατά το δειλινό, μοίρα του εχθρικού στόλου κατόρθωσε να διασπάσει την γραμμή μερικών υδραίικων πλοίων κοντά στο Δοκό αναγκάζοντάς τα να υποχωρήσουν προς τις βραχώδεις ακτές του νησιού. Ένα αλγερίνικο πλοίο επιτέθηκε στο πυρπολικό του Α. Πιπίνου, που λόγω του μεγέθους του το θεώρησε κανονικό πολεμικό πλοίο. Ο Πιπίνος χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του έβαλε φωτιά στο πυρπολικό αφού το προσκόλλησε στο εχθρικό πλοίο. Δεν κατάφερε όμως να το κάψει, γιατί οι έμπειροι Αλγερινοί ναύτες κατόρθωσαν να απομακρύνουν το πυρπολικό από το πλοίο τους. Το συμβάν καταθορύβησε τους εχθρούς, οι οποίοι φοβούμενοι την ύπαρξη και άλλων πυρπολικών υποχώρησαν. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία στους Υδραίους να ξεφύγουν προς τα παράλια της Ερμιονίδας.
Η ώρα πλησίαζε 6 το απόγευμα, η Ναυμαχία εξακολουθούσε με πείσμα και από τις δύο πλευρές, όταν από το κανονιοστάσιο του Λιμανιού εφορμά στο κέντρο της εχθρικής παρατάξεως όπου βρισκόταν η τουρκική ναυαρχίδα, ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης. Ας παρακολουθήσουμε όμως την περιγραφή της θρυλικής αυτής επίθεσης του Μπαρμπάτση, μέσα από τις σελίδες των Σπετσιωτικών του Αναργ. Χατζηαναργύρου: «Επί τέλους, δείλης οψίας γενομένης, του δε αγώνος κορυφωθέντος, εξορμά του λιμένος της νήσου των Σπετσών ο Κοσμάς Μπαρμπάτσης με το πυρπολικόν του, συνοδευόμενος υπό των παρακελεύσεων του ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζή-Ιωάννου Μέξη, όστις διά του ιδίου του στήθους επάλαιε την στιγμήν ταύτην κατά του εχθρού εκ των προ του λιμένος Κανονοστασίων μετά των περί αυτόν ευρεθέντων οικείων,[…] επικαλουμένου δε στεντορείως πατρίδα, θρησκείαν και τιμήν, και ο πυρπολητής εφορμά εις το κέντρον της Οθωμανικής δυνάμεως, όπου τεταγμένη ην η Ναυαρχίς· αλλ’ αύτη, εις τας περιβομβούσας των παραπλεόντων οικείων φωνάς ότι πυρπολικόν προσεγγίζει, δίδει τα σημεία της υποχωρήσεως, πριν τούτο κατορθώση το ποθούμενον, την προσκόλλησιν όπου δυνατόν, και τα εχθρικά πλοία ανακρουσάμενα πρύμναν, του ανέμου ζωηρότερον πνέοντος, ανήχθησαν ανενόχλητοι εις το πέλαγος, διότι επήλθε σκότος και δεν διεκρίνετο πλέον τίς ο πολέμιος ή τίς ο οικείος». [Τα Σπετσιωτικά, τ.Γ΄, σελ.282-283]. Πιστεύεται ότι ο Τούρκος ναύαρχος έδωσε εντολή για την υποχώρηση του στόλου, επειδή θεώρησε ότι η τυχαία διαίρεση του Τρινήσιου στόλου ήταν κάποιο τέχνασμα των Ελλήνων και γιατί αποθαρρύνθηκε από την ηρωική άμυνα των υπό τον Μέξη υπερασπιστών του νησιού και κυρίως από την παράτολμη ενέργεια του Μπαρμπάτση.
Απώλειες σημαντικές από την μία και την άλλη πλευρά δεν σημειώθηκαν. Το γεγονός αυτό προκαλεί έκπληξη αν αναλογισθούμε ότι 140 περίπου πλοία κανονιοβολούσαν αλλήλους και την δύναμη πυρός των τουρκικών πλοίων. Μας δίνει όμως και μία εικόνα των συνθηκών κάτω από τις οποίες διεξάγονταν οι ναυμαχίες του ’21 και τον καίριο και αποφασιστικό ρόλο που έπαιξαν τα πυρπολικά στην έκβαση –τη νικηφόρα συνηθέστατα για τους Έλληνες-, των αντιπαρατάξεων των δύο στόλων. Πρέπει ακόμη να τονίσουμε και την βαθειά θρησκευτική συνείδηση των ναυτικών μας. Οι ευσεβείς λοιπόν ναυτικοί μας απέδωσαν το θαύμα, όπως θεωρήθηκε, της απόκρουσης του τουρκικού στόλου και της σωτηρίας των Σπετσών, στην εορτάζουσα στις 8 Σεπτεμβρίου Υπεραγία Θεοτόκο και στο μέρος όπου ήταν το κανονιοστάσιο του Φαναριού, ιδρύθηκε ο ναός της Παναγίας της Αρμάτας. Επιγραμματικά επίσης πρέπει να αποδώσουμε τον οφειλόμενο φόρο Τιμής στον γέροντα Άρχοντα Χατζηγιάννη Μέξη που επέμεινε στην απόφαση της παραμονής του στο νησί με λίγους συναγωνιστές του και της αντίστασής του μέχρις εσχάτων.
Τις επόμενες μέρες, ο Τούρκος Ναύαρχος προσπάθησε να επαναλάβει την επιχείρηση καταστροφής των Σπετσών και ανεφοδιασμού του Ναυπλίου, λόγω όμως της νηνεμίας, της στενής παρακολούθησης από τον Τρινήσιο στόλο και του φόβου των πυρπολικών, τις εσπερινές ώρες της 14ης Σεπτεμβρίου, απέπλευσε για την Σούδα, χωρίς να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του.
Ο τουρκικός στόλος στις αρχές Οκτωβρίου αναχώρησε από την Σούδα με κατεύθυνση τα στενά του Ελλησπόντου. Στην Τένεδο, όπου είχε αγκυροβολήσει, ο Κ. Κανάρης πυρπόλησε, στις 27 Οκτ. 1822, το πλοίο του καπετάν μπέη (αντιναυάρχου), προκαλώντας τον πανικό στον Τούρκο ναύαρχο που έσπευσε να κλειστεί στα Δαρδανέλλια. Αυτό λοιπόν υπήρξε το άδοξο κι επονείδιστο τέλος των τουρκικών σχεδίων για την συντριβή του ελληνικού στόλου και την καταστροφή των βάσεών του.
Το Ναύπλιο στερούμενο οποιασδήποτε ενίσχυσης οδηγήθηκε στην παράδοση (30 Νοε. 1822). Η κατάληψη του Ναυπλίου συνετέλεσε στην ανύψωση του ηθικού των αγωνιζόμενων Ελλήνων, γιατί έδειξε ότι ο Αγώνας τους είχε προοπτική επιτυχίας. Αυτό το αντιλήφθηκαν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που άρχισαν να αντιμετωπίζουν την Ελληνική Επανάσταση όχι ως μία εκδηλωθείσα ανταρσία υπηκόων του Σουλτάνου, αλλά ως Αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία ενός λαού εναντίον του τυράννου του. Χαρακτηριστικά ο Γάλλος ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ γράφει: «Αι τελευταίαι επιτυχίαι των στόλων και στρατιών αυτής είχον καθιερώση τα επί της ανεξαρτησίας δίκαια αυτής». [Ιστορία του υπέρ της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων Αγώνος, κυρίως του Ναυτικού, σ.117].
Αντί επιλόγου παραθέτουμε απόσπασμα εγγράφου με ημερομηνία 20 Απριλίου 1858, το οποίο υπογράφουν οι κατά το έτος εκείνο επιζώντες από τους αγωνισθέντες στα κανονιοστάσια του νησιού. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται περιεκτικά ποια σπουδαία οφέλη απεκόμισε η Επανάσταση από τη Ναυμαχία αυτή:
«Τα δε aποτελέσματα του αγώνος της αξιομνημονεύτου εν τη Ελληνική Επαναστάσει ημέρας της ογδόης Σεπτεμβρίου του 1822 εισί μέγιστα, αν και φθορά εχθρών και εχθρικών πλοίων δεν προσεγένετο. Και πρώτον ο εχθρός εδιδάχθη κάλλιστα ότι αι ναυτικαί νήσοι έχουσιν ανδρείους βραχίονας προς υπεράσπισιν του εδάφους των. Δεύτερον ματαιωθείσης της εισελεύσεως του εχθρικού στόλου εις Ναύπλιον επήλθεν η παράδοσις του φρουρίου ως μη λαβόντος τροφάς έξωθεν και τέλος οι κατά θάλασσαν Έλληνες ανέλαβον μέγιστον θάρρος εις τας ναυτικάς παρατάξεις ως απέδειξαν κατόπιν».-
Βιβλιογραφία:
Α. Χατζηαναργύρου, Τα Σπετσιωτικά, τ. Γ΄, Πειραιεύς 1926.
Α. Ορλάνδου, Ναυτικά, τ.Α΄, Αθήναι 1869.
Δ. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, τ.5ος, Αθήναι 1933.