V.STAMATIS
ΗΛΕΚΤΡΙΚΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ
ΕΙΔΗ ΣΠΙΤΙΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΚΑΗ ΔΥΝΑΜΗ

Σελίδες

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Στη μνήμη του Γιάννη Κόκορη

καραγκιοζοπαίχτης
Γράφει ο Τόλης Κοϊνης: 

Ένας ήταν…

Χτυπούσε κόρνερ στην πλατεία της Πρόνοιας και έτρεχε αμέσως να πιάσει και κεφάλια!!!

Τέτοια ήταν η αντίληψη για τη ζωή, από μικρό παιδί μέχρι που τέλειωσε ο καιρός του σε αυτόν τον κόσμο.

Παρόλα τα προβλήματα υγείας, που τον ταλαιπωρούσαν από μικρό, δεν δείλιασε, έδινε στη ζωή μια χαρούμενη και αισιόδοξη στάση.

Ταυτίστηκε στο κοινή συνείδηση των Ναυπλιέων με τον Καραγκιόζη… ο άνθρωπος που μόνο Καραγκιόζης δεν ήταν. Μας λείπει ο ήχος του σφυριού που χτύπαγε την πρόκα πάνω σε κείνο το χαρτόνι, κερόχαρτο μας το έλεγε ο ίδιος, και χάραζε τις φιγούρες… τα Μολυτήρια, ψιλοταυτιζόταν μαζί τους, τον Χατζηαβάτη τον απεχθανόταν αλλά με ευγένεια, τον ΜπαρμπαΓιώργο τον ένοιωθε και δικό του θείο, τον Πασά να τον βλέπεις και να τον αντιμετωπίζεις με σεβασμό, τον Βεληγκέκα, μάλλον σιγοψιθύριζε «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» όταν τον έφτιανε, τους ευγενικούς ήρωες, τον Μεγαλέξαντρο, τον Κολοκοτρώνη και τον Θανάση Διάκο… υποκλινόταν στην λεβεντιά τους…

Αυτός ήταν ο Γιάννης Κόκορης στη Σταϊκοπούλου.

Αυτός ήταν και ο Καραγκιοζοπαίκτης που τον καλούσαν ένα σωρό πολιτιστικοί σύλλογοι των πέριξ. Και πήγαιναν μαζί του ένα σωρό σχολιαρόπαιδα… που τους είχε εμφυσήσει την αγάπη για την τέχνη… για την προσφορά χωρίς τη δόλια αναμονή του κέρδους… την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη στην αντιμετώπιση των άλλων.

Ήταν Καραγκιοζοπαίχτης όχι Καραγκιόζης με την χυδαία τρεχούμενη έννοια (Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι βγαίνει έξω από το μαγαζί, φωνάζοντας δυνατά «δεν είμαι Καραγκιόζης». Βγαίνω από το μπαλκόνι του Φροντιστηρίου να δω τι γίνεται. Είχαν περάσει ένα γκρουπ Γιαπωνέζοι τουρίστες και τον είχαν τσαντίσει… αυτός ήταν ο Γιάννης)…

Έβλεπε τον άντρα της Κούλας… και δεν άντεχε «Ιδού, ο πηδήΚουλας έλεγε». Κανένας δεν τον παρεξηγούσε.

Ξεκίνησε από φοιτητής. Γραφικές Τέχνες στα ΚΑΤΕΕ της Αθήνας. Γοητεύτηκε από την αναρχική κουλτούρα… (Εισβολή σε συνέλευση καβάλα σε σκούπα, για να κάνει τη μάγισσα και να τσαντίσει τους καθώς πρέπει συνδικαλιστές… πάντα βρισκόντουσαν και κάποιοι Ναυπλιώτες και γλύτωνε το ξύλο.).

Από αυτή την παρέα έμαθε την τέχνη να φτιάνει σκουλαρίκια με σύρμα και χάντρες. Ξεκίνησε πλανόδιος στην παραλία. Μέχρι που ανακάλυψε το μαγαζάκι της Σταϊκοπούλου, ιδιοκτησία του πατέρα μου. Το ενοίκιο, μάλλον, κατ’ ευφημισμό… Ο πατέρας μου έγινε και ο νονός του καταστήματος: Ενώτιο, που σημαίνει σκουλαρίκι στα Αρχαία. Σε αυτό το περιβάλλον άρχισε να καλλιεργεί και την τέχνη κατασκευής φιγούρων καραγκιόζη… συνεργάστηκε άψογα με το Λαογραφικό και με την Αργολική Πολιτιστική Πρόταση.

Συνέχισε δημιουργώντας δικό του μπερντέ και ανεβάζοντας έργα και κλασικά (του Μόλλα, του Μάνου και άλλων) αλλά και δικά του πρωτότυπα.

Έγινε ένας από τους συνεκτικούς κρίκους της κοινωνικής ζωής της παλιάς πόλης του Ναυπλίου. Όταν μια χρονιά έπεσε πολύ χιόνι και βρέθηκαν όλοι οι μαγαζάτορες στο σινεμά του Πανόπουλου που έπαιζε ταινία …πονηρού περιεχομένου… ο Κόκορης ενθουσιάστηκε ανέβηκε μπροστά στην οθόνη και λέει… «όπως είμαστε εδώ μαζεμένοι, δεν είναι σαν τότε που πηγαίναμε σχολείο;Πρέπει να ξεκινήσουμε με προσευχή»… Ήταν η πρώτη τσόντα μετά προσευχής… μέσα σε πανζουρλισμό χειροκροτημάτων…

Ο Γιάννης έφυγε… «Θέλω λίγο καιρό ακόμα, να τελειώσω ένα μυθιστόρημα και δυο έργα Καραγκιόζη…» ήταν οι τελευταίες, τηλεφωνικές κουβέντες που ανταλλάξαμε…

Έφυγε… Νέος… στη γειτονιά έμεινε η ιστορία του Κόκορα που κοιμήθηκε κρασάτος και ξύπνησε καπνιστός.

Μια μέρα, αποκοιμήθηκε πιωμένος (εξ ου το κρασάτος) με ένα τσιγάρο στα χέρια. Έπιασε φωτιά το στρώμα του κρεβατιού. Όταν το κατάλαβε, είχε φουντώσει… Πιάνει τρομαγμένος το στρώμα και το πετάει έξω στον δρόμο (την Σταϊκοπούλου). Ευτυχώς, ο Μπάμπης με τον Κυριάκο (Καββαδίες) ετοίμαζαν συνεργείο για δουλειά και ο Βαγγέλης απέναντι είχε ανοίξει τον φούρνο. Έτρεξαν και έσβησαν την φωτιά… Ο Γιάννης σε κακή κατάσταση από το σοκ έμενε στο δρόμο… όλοι που περνούσαν του έλεγαν και μια καλή κουβέντα… Περνάει και ένας (κουμπάρος μου) και του λέει «τί έπαθες;», «Έπιασα φωτιά.», «Είσαι σίγουρα ζωντανός;» … Αχ, αυτή η αίσθηση του Αναπλιώτικου χιούμορ… Χάνεται καθώς η πόλη μας αλλάζει, ο Τουρισμός βιομηχανοποιείται και γίνεται απρόσωπος..

Τις ιστορίες αυτές με τον Γιάννη Κόκορη μας έδωσε την ευκαιρία να τις ξαναθυμηθούμε ο Γιώργος Μουσταϊρας με το βιβλίο για τρεις εμβληματικούς Αναπλιώτες, που έβγαλε πρόσφατα… το παρουσίασε στην Βιβλιοθήκη το περασμένο Σάββατο… Η αγάπη που μίλησαν όλοι για τον Γιάννη, νομίζω, πως ήταν το καλύτερο μνημόσυνο…

Ο Γιάννης από εκεί που βρίσκεται, δεν θέλει μεγαλεία και Ευρωπαϊκά κονδύλια… θέλει να λέει καλημέρα στους γειτόνους του … θέλει να πίνει καμιά μπύρα με την ησυχία του… θέλει να παίζει και τάβλι με τους φίλους του (δεν έχει λύσει την απορία «αφού είμαι χοντρός, γιατί παίζω γρήγορα τάβλι»)… ο Γιάννης δεν μπορεί να γίνει προϊόν προς εκμετάλλευση, ήταν ένας αναρχικός.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΝΕΥΡΟΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Κέντρο Βιολογικής Γεωργίας
ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ