Του Τόλη Κοϊνη
Η Πρόνοια ήταν από γεννησιμιού της η αδικημένη συνοικία του Αναπλιού. [Για την ακρίβεια θεωρείτο «προάστειο» και όχι συνοικία]. Τα σπιτάκια της γειτονιάς χτισμένα σε μικρά οικόπεδα… τόσα τους είχε χαρίσει ο Καποδίστριας, για να στεγαστούν τα πλήθη των προσφύγων που είχαν καταφύγει στην τότε πρωτεύουσα. Σε μικρά οικόπεδα χτίστηκαν μικρά σπιτάκια…
Βέβαια, το βιβλίο της Ιστορίας της Γ΄Λυκείου, τη θεωρεί αγροτικό συνοικισμό!!!! Λάθος, βέβαια… Παρανόηση του συγγραφέα που ανακάλυψε ως πηγή ένα έγγραφο του Καποδίστρια, που ήθελε να μοιραστεί στους Προνοιώτες όλη η καλλιεργήσιμη γή, που τώρα καλύπτει ο Συνοικισμός και η Γλυκιά… Δεν τους δόθηκε αυτή η γή… γιατί την ήθελαν άλλοι με περισσότερα μέσα.
Ευτυχώς, που είχε καλό κλίμα… λιγότερη υγρασία από την παλιά Πόλη… και ήταν λίγο πιο μακριά από τον Βάλτο…
Στην Παλιά Πόλη τα κτίρια που υπήρχαν από την Οθωμανική και Βενετσιάνικη εποχή τα πήραν οι πρωτεργάτες του αγώνα, στρατιωτικοί, πολιτικοί, αλλά και χαραμοφάηδες πρώην κοτσαμπάσηδες. Στον Γιαλό, σημερινά στενά του Αγιο Νικόλα, στεγάστηκε το εμπόριο, ναυτιλιακά γραφεία… με απλά λόγια η αστική τάξη… και στην Πρόνοια, μεροκαματιάρηδες και μικρομαγαζάτορες επαγγελματίες. Για 60 χρόνια περίμεναν να χτυπήσει η σάλπιγγα, να ανοίξει η Πύλη της Ξηράς, για να πάνε στις δουλειές τους και να είναι έτοιμοι το βραδάκι, πριν ακουστεί η «Θοδώρα», να φύγουν για το προάστειο γιατί η Πύλη της Ξηράς θα έκλεινε.
Τα πράγματα κάπως βελτιώθηκαν όταν γκρεμίστηκαν τα τείχη και η Πύλη της Ξηράς. Μπορούσαν πια να κυκλοφορούν ελεύθερα ό,τι ώρα θέλουν και να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Δεν βελτιώθηκε η οικονομική τους κατάσταση και η κοινωνική τους θέση.
Οι βαριές δουλειές ήταν προνόμιο των Προνοιωτών… λιμενεργάτες, μαστόροι στις οικοδομές, τεχνίτες στο Οπλοστάσιο.
Η ανεργία ήταν πάντοτε ένα συχνό φαινόμενο. Δημιουργούσε μια ενδημική φτώχια. Για να την ξεπεράσουν το έριχναν στο κρασί… Κάποια εποχή μετά το 1920 και στο χασίς αλλά σε πολύ μικρότερο ποσοστό. Η Πρόνοια φημιζόταν για τα πολλά ταβερνάκια της… Σε αυτά εύρισκες ανθρώπους να ξεροπίνουν από μετά το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ… Μην φαντασθείτε ότι ήταν σαν τις τωρινές ταβέρνες με πλούσιο και εξειδικευμένο μενού (στα όρια του γκουρμέ) Ένα κομματάκι τυρί, λίγες ελίτσες, σαρδέλες παστές… το σύνηθες συνοδευτικό… αναζητούσαν βέβαια το πιο ποιοτικό κρασί.
Και τα τραγούδια τους, κανταδόρικα και αποκριάτικα, πολύ μετά λίγο ρεμπέτικο… Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του Μανώλη Χιώτη… σε αυτό το περιβάλλον ερωτεύτηκε μια πανέμορφη γαλανομάτα… δεν ολοκληρώθηκε η σχέση… γιατί κανένας δεν ήθελε τη μάνα του Μανώλη… λόγω επαγγέλματος.
Αργία μήτηρ πάσης …πλάκας.
Ξεγελούσαν πραγματικά την πείνα τους με έξυπνες φάρσες… η λαδόκολλα ήταν το πονηρό μέσο ξεγελάσματος.
Π.χ. Υπόσχονταν ψάρι φαγκρί στη λαδόκολλα στον φούρνο. Το είχαν πάει από νωρίς στον φούρνο, σε ταψί και θα το έφερναν να γίνει η ιεροτελεστία του ξεδιπλώματος στην ταβέρνα μπροστά στο …πεινασμένο πλήθος. Μόλις όμως η καψαλισμένη λαδόκολλα κοβόταν, το φαγκρί εξαφανιζόταν και στη θέση του εμφανιζόταν ένα κεραμίδι (τούρκικο γιατί τότε τα ρωμαϊκά δεν τα ξέραμε).
Συνήθως το φταίξιμο το έριχναν στον φούρνιαρη… και έπρεπε να τον εκδικηθούν… Μια συνήθης τιμωρία ήταν να φτιάνουν μπριάμ με αγγούρια !!!! αντί για κολοκύθια και να στήνουν μετά καυγά ότι δεν ήξερε να τα ψήνει… Προσπαθούσε ο κακομοίρης να εξηγήσει τα ανεξήγητα και αυτοί τον έβριζαν για να κάνουν την πλάκα τους…
Η χειρότερη φάρσα σε φούρνιαρη της Πρόνοιας ήταν με το …γκιούλμπαστι… Πάλι η λαδόκολλα και εδώ πρωταγωνιστούσε… Έπαιρναν από τα σφαγεία μια πατσά αρνίσια ακαθάριστη, την έραβαν με όλο το βρομερό υλικό μέσα της, την δίπλωναν στη λαδόκολλα και την πήγαιναν στο φούρνιαρη. Με τη ζέστη του φούρνου φούσκωνε επικίνδυνα αυτό το πράγμα … Γεννούσε την περιέργειά του, εάν ψήθηκε ή όχι.. Έπρεπε με την πιρούνα να ελέγξει αν ..είχε γίνει το κρέας… Όταν το τρύπαγε… γινόταν η έκρηξη… και όλο το περιεχόμενο της κοιλιάς του αρνιού έσκαζε και λέρωνε όλα τα άλλα ταψιά που ψήνονταν μαζί!!!
Παραλλαγή αυτής της πλάκας ήταν με την πατσά ραμμένη έτσι ώστε να μοιάζει με κοτόπουλο… Και για να ξεγελαστεί στα σίγουρα ο φούρνιαρης έκοβαν και μπόλικες πατάτες…
Αυτές οι πλάκες μετά τον πόλεμο λιγόστεψαν… Η βιομηχανία (=ΚΥΚΝΟΣ) και η ανάπτυξη της οικοδομής πρόσφεραν πολλές και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Με τον καιρό όλο και περισσότεροι νέοι σπούδαζαν… Τα ήθη είχαν γίνει πολύ ευγενικά. Οι μεταπολεμικοί φούρνοι της γειτονιάς (Λαπαθιώτη, Τσάκωνα, Μπουγιούκου) είχαν αποκτήσει καλή φήμη για το ψωμί τους και έρχονταν και από άλλες συνοικίες να το αγοράσουν.
Μετά… εμφανίστηκαν και οι ηλεκτρικές κουζίνες ως οικιακές συσκευές στα σπίτια…
Τα ταβερνάκια άρχισαν σιγά-σιγά να κλείνουν … Τώρα, η εκτόνωση ερχόταν με το γήπεδο και το σινεμά… Κάθε προπόνηση του Πανναυπλιακού την παρακολουθούσαν ένα πλήθος Προνοιώτες –κυρίως- Οι αναλύσεις των ποδοσφαιρικών συστημάτων, των προτερημάτων διαφόρων ποδοσφαιριστών και όλων των φάσεων του τελευταίου αγώνα… αντικατέστησαν το ξεροσφύρι κρασί… Η συνέχεια ήταν στο σινεμά, το «Έξω», του Χουντάλα, Σινέ Αίγλη το όνομά του, στην οδό Σιδηράς Μεραρχίας. Μετά την προπόνηση χωνόντουσαν στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας… Τότε επιτρεπόταν και το κάπνισμα στην ώρα της προβολής… Όμως οι «πλάκες» συνεχίζονταν … κάθονταν στα πίσω καθίσματα, την γαλαρία, και πετούσαν στραγάλια στους μπροστινούς…. Αυτά όμως μόνο τις εργάσιμες ημέρες. Κυριακή και επίσημες αργίες στο σινεμά πήγαινε όλη η οικογένεια και γίνονταν (μπροστά στις γυναίκες τους) ευγενικοί… από Δευτέρα εύρισκαν ξανά τον καλό τους εαυτό. [Από αυτούς ακούσθηκε και το κλασικό επιφώνημα «γράμματα καμπούρη», για τον μακαρίτη πια μηχανικό προβολής Καβαλιέρο]
Χαρακτηριστικό, είναι στις μπεκροκατανύξεις της Παλιάς Πρόνοιας συμμετείχαν και οι παππάδες των δύο εκκλησιών, ειδικά στο …Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν… και για να μην τους πάρει ο ύπνος από το πολύ κρασί… Χτυπούσαν την καμπάνα στις τρεις τη νύχτα και πήγαιναν παππάς, ψάλτες και εκκλησίασμα από την ταβέρνα στο ναό…
Άρα οι πλάκες τους ήταν ευλογημένες….
ΥΓ Η φωτό του αξέχαστου Μάκη