«Λίγες μέρες πριν, η Βουλή αποφάσισε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση των πραγματικών δεδομένων που οδήγησαν στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.
Αποφασίσαμε ως σώμα να αναζητήσουμε τις βαθύτερες, πολιτικές ευθύνες του δυστυχήματος. Γιατί, ενώ βεβαίως η ευθύνη της στιγμής, εκείνων που είχαν επιφορτιστεί με τον έλεγχο της κίνησης των αμαξοστοιχιών είναι δεδομένη, εξίσου σημαντικό είναι να δούμε ποιες ήταν οι ενέργειες και οι παραλείψεις μέχρι το τραγικό γεγονός.
Η εξεταστική επιτροπή θα αποκαλύψει λοιπόν όλη τη μακρόχρονη περιπέτεια των έργων σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης που θα μπορούσαν να είχαν εμποδίσει την τραγωδία.
Θα αποκαλύψει τι έγινε από το 1985 έως το 2001 όταν με συνολικό κόστος 250 εκατομμύρια ευρώ και στο πλαίσιο 15 συμβάσεων είχαν εγκατασταθεί συστήματα σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης από την Αθήνα μέχρι και τον Προμαχώνα, τα οποία ποτέ δεν τέθηκαν σε λειτουργία λόγω της ανομοιογένειάς τους, με κάποιες από τις τεχνικές λύσεις που είχαν προκριθεί να είναι ήδη από τότε παρωχημένες.
Θα αποκαλύψει το γιατί τα έργα και οι παρεμβάσεις της διαβόητης σύμβασης 717/2014 τελματώθηκαν κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Γιατί ενώ από το 2016 είχε καταστεί σαφής η ανάγκη σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης, η οποία εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2017 από την ΕΡΓΟΣΕ, και εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο τον Ιούνιο του 2018, τελικά ούτε υπεγράφη, ούτε υλοποιήθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά σταμάτησε και η υλοποίηση της αρχικής σύμβασης.
Θα αποκαλύψει πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι μέχρι την αλλαγή της κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2019, είχαν δοθεί 6 παρατάσεις για την ολοκλήρωση της Σύμβασης, η πρόοδος υλοποίησης ήταν στο 33% με λειτουργικό όμως μόνο το 18% του έργου, ενώ δεν είχε υπογραφεί και η αναγκαία για να προχωρήσει το έργο συμπληρωματική σύμβαση.
Όπως επίσης θα υπογραμμίσει την ορθότητα της επιλογής μετά την αλλαγή της κυβέρνησης με τον Κώστα Καραμανλή στο υπουργείο, να διασφαλιστεί ότι το έργο θα προχωρήσει χωρίς περεταίρω καθυστερήσεις, επιλογή που επικυρώθηκε από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας και τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
Θα αποκαλύψει ότι παρά την περιπλοκότητα και τα εμπόδια της προηγούμενης διαχείρισης, μέχρι τα τέλη του 2022, είχαν παραδοθεί ολοκληρωμένα συστήματα σε 19 από τους εναπομείναντες 37 σταθμούς, ανακατασκευάστηκαν οι 10 από τους 17 σταθμούς που είχαν παραδοθεί έως τα τέλη του 2016 και παραδόθηκε το κέντρο τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης στη Θεσσαλονίκη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το τραγικό δυστύχημα που κόστισε τη ζωή σε 57 συνανθρώπους μας, οφείλουμε να το δούμε χωρίς κομματικές παρωπίδες. Πολύ δε περισσότερο, καθώς αποκαλύπτει βαθιά ριζωμένες παθογένειες στη λειτουργία του κράτους.
Οφείλουμε να εντοπίσουμε τις ευθύνες εκεί όπου πραγματικά υπάρχουν. Και διατρέχοντας απλώς το ιστορικό της σύμβασης 717 καθίσταται σαφές τι θα μπορούσε να γίνει -και δυστυχώς δεν έγινε- προκειμένου οι αναγκαίες αυτές υποδομές να ήταν λειτουργικές νωρίτερα.
Οφείλουμε λοιπόν όχι απλώς να δώσουμε τις απαντήσεις που δικαιούνται και απαιτούν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες, και ιδίως οι συγγενείς των θυμάτων, αλλά και με αίσθημα ευθύνης να προχωρήσουμε στις βαθιές εκείνες αλλαγές που θα διασφαλίσουν ότι το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο των αναγκαίων έργων που καθυστερούν ή και βαλτώνουν, θα ξεριζωθεί αποτελεσματικά και οριστικά από την πραγματικότητα της χώρας μας.
Και για να συμβεί αυτό, χρειάζεται η σοβαρή δουλειά της εξεταστικής επιτροπής.
Και απέναντι σ’ αυτή την απόφαση του σώματος, που διασφαλίζει ότι όλη η αλήθεια θα βγει στο φως, οι φωνές για προανακριτική επιδιώκουν την κάρπωση μικροπολιτικού οφέλους, αλλά και τη συσκότιση των πραγματικών πολιτικών ευθυνών της διακυβέρνησής τους.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι περίμεναν τέσσερις ολόκληρους μήνες μετά τη διαβίβαση της σχετικής δικογραφίας στην Ολομέλεια της Βουλής.
Η δικαιοσύνη λοιπόν κάνει τη δουλειά της και εξετάζει τις ποινικές ευθύνες.
Δική μας δουλειά είναι να δούμε και να παρουσιάσουμε στους πολίτες τεκμηριωμένα, με ειλικρίνεια και τόλμη τι ακριβώς συνέβη όλες αυτές τις δεκαετίες στον ελληνικό σιδηρόδρομο. Γιατί μόνο έτσι θα δημιουργηθεί η αναγκαία ευρεία συναίνεση και βούληση ώστε να σταματήσουμε ως κοινωνία να κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί, να τα μεταφέρουμε επί δεκαετίες από τη μία διακυβέρνηση στην άλλη, να αδυνατούμε να έχουμε έστω μια στοιχειώδη συνέχεια του κράτους σε ζητήματα που όπως αποδείχθηκε μπορούν να κοστίσουν ανθρώπινες ζωές.
Γιατί εντέλει τα Τέμπη δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αντιθέτως, είναι ένα απολύτως χαρακτηριστικό παράδειγμα της κακοδαιμονίας του ελληνικού κράτους να λειτουργεί με συνέπεια, συνέχεια και μακροχρόνιο σχεδιασμό. Μια κακοδαιμονία που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αγωνίζεται αποφασιστικά να ξεριζώσει μια και καλή.
Όσοι λοιπόν σήμερα προσπαθούν να δυναμιτίσουν αυτή την προσπάθεια, πρέπει να αναλογιστούν την ευθύνη αυτής της επιλογής και αυτής της επιδίωξης.
Οι πολίτες λοιπόν που αναζητούν και αυτοί την αλήθεια για τα Τέμπη, οι πολίτες που αναζητούν τις πολιτικές και τις παρεμβάσεις που θα ελαχιστοποιήσουν, θα εκμηδενίσουν την πιθανότητα μια τέτοια τραγωδία να επαναληφθεί στο μέλλον, βλέπουν αυτές τις μέρες, κρίνουν και συγκρίνουν την στάση όλων μας. Και γνωρίζουν πολύ καλά ποια είναι η στάση της ευθύνης και ποια εκείνη της εξυπηρέτησης μικροκομματικών σκοπιμοτήτων».