«Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους 57 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλοί νέοι φοιτητές και φοιτήτριες, είναι ένα τραγικό γεγονός που συγκλόνισε κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα.
Ως γονιός συγκλονίστηκα -όπως είμαι βέβαιος ότι συνέβη με πολλούς από μας σ’ αυτή την αίθουσα ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης -στη σκέψη του τι περνάνε οι γονείς των παιδιών που χάθηκαν σ’ αυτή την τραγωδία.
Μπορεί να έχουν περάσει πλέον μήνες, όμως η ανάμνηση αυτού του γεγονός δεν θα ξεθωριάσει ποτέ στη συνείδησή μας.
Και βεβαίως, το αίτημα για την πλήρη διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε αυτό το δυστύχημα, το αίτημα για την ενδελεχή αναζήτηση και απόδοση των ευθυνών εκεί όπου αυτές υπάρχουν, είναι όχι απλώς απολύτως εύλογο, αλλά και αυτονόητο.
Πρέπει εδώ να είμαστε ξεκάθαροι: Πολιτική σημαίνει ευθύνη. Και η κυβέρνηση ποτέ δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό της. Η παραίτηση του τότε υπουργού Κώστα Καραμανλή μετά το δυστύχημα είναι πράξη ευθύνης, όπως και η ρητή δέσμευση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι κάθε πτυχή του δυστυχήματος θα έρθει στο φως και ταυτόχρονα θα διασφαλιστούν όλες οι προϋποθέσεις ώστε να μην ξαναζήσουμε μια παρόμοια τραγωδία.
Με αίσθηση ευθύνης συνεπώς στηρίζουμε την πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για το δυστύχημα των Τεμπών. Μια εξεταστική επιτροπή που θα κληθεί να διερευνήσει ό,τι θετικό και αρνητικό έχει συμβεί στον ελληνικό σιδηρόδρομο από το 1997 μέχρι σήμερα.
Διαφωνούμε βεβαίως με την οπτική του ΚΚΕ, με την αντίληψη ότι φταίει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ιδιωτικός τομέας και τα λοιπά. Συμφωνούμε όμως ότι χρειάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα για το πώς οδηγηθήκαμε σ’ αυτό το δυστύχημα ώστε να μη ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο.
Γιατί εντέλει, ενόσω η δικαιοσύνη κάνει τη δουλειά της και εξετάζει τις ποινικές ευθύνες, δική μας δουλειά είναι να δούμε με σαφήνεια και λεπτομέρειες τι ακριβώς συνέβη στον ελληνικό σιδηρόδρομο όλα αυτά τα χρόνια, ώστε η τραγωδία να γίνει τουλάχιστον αφετηρία για τις αναγκαίες διορθώσεις, κάτι που, όπως αποδεικνύει η εμπειρία, δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Και βεβαίως θα συμφωνήσω με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ ότι πρέπει να είμαστε ενωμένοι σ’ αυτή την κατεύθυνση ώστε να δούμε και να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Και βεβαίως να προσπαθήσουμε και να παλέψουμε να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Πρέπει όμως ο πολιτικός λόγος οι πράξεις, η στάση να είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Και ο πολιτικός λόγος και η στάση του ΠΑΣΟΚ δεν είναι προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι φωνές από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ που μιλούν για προανακριτική επιτροπή δεν υπηρετούν τον στόχο της διόρθωσης των κακώς κειμένων στον σιδηρόδρομο. Αντιθέτως, επιδιώκουν την κάρπωση μικροπολιτικού οφέλους, ψαρεύοντας στα θολά νερά του λαϊκισμού.
Απόδειξη γι’ αυτό, το γεγονός ότι όσοι υποτίθενται υπερθεματίζουν σήμερα, έπρεπε να περιμένουν να περάσουν τέσσερις ολόκληροι μήνες από τη διαβίβαση της σχετικής δικογραφίας στην Ολομέλεια της Βουλής.
Και είναι ξεκάθαρο για ποιους λόγους προκρίνεται από τις συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις αυτή η επιλογή που πετά την μπάλα στην εξέδρα.
Αρκεί κανείς να δει την πορεία της υλοποίησης της Σύμβασης 717/2014. Μια σύμβαση που υπεγράφη το 2014 για τη σηματοδότηση 52 Σταθμών, την ανάταξη 3 κέντρων τηλεδιοίκησης και την υλοποίηση έργων υποδομής, τεχνικών έργων και τηλεπικοινωνιών.
Τρεις μήνες μετά την έναρξη της υλοποίησής της άλλαξε η Κυβέρνηση και έκτοτε καρκινοβατούσε. Έως τα τέλη του 2016 όταν και σταμάτησε το έργο, είχαν παραδοθεί 17 από τους 52 σταθμούς, κι αυτοί όμως με σοβαρές αστοχίες που καθιστούσαν αναγκαία την ανακατασκευή. Πρακτικά μόνο το 18% του έργου ήταν λειτουργικό, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι μεταξύ των ετών 2017-2019 η εκτέλεση του έργου υπήρξε μηδενική.
Με την αλλαγή της Κυβέρνησης το 2019, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες επανεκκίνησης του έργου που απέδωσαν την υπογραφή της Συμπληρωματικής Σύμβασης το 2021 οπότε και επανεκκινήθηκε το έργο. Μέχρι τον τραγικό Φεβρουάριο του 2023, το 90% του έργου είχε υλοποιηθεί με το 70% να έχει πιστοποιηθεί και να είναι λειτουργικό, ενώ το αντικείμενο της σύμβασης 717 ολοκληρώθηκε το 2023.
Και δεν είναι μόνο η διαβόητη αυτή Σύμβαση.
Είναι η μεγάλη μείωση του προσωπικού του ΟΣΕ ακόμη και σε κρίσιμα πόστα που άρχισε να ανακόπτεται από τη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι η ετήσια χρηματοδότηση του ΟΣΕ που για σχεδόν ολόκληρη την περασμένη δεκαετία ήταν σταθερά στα 45 εκατομμύρια, για να αυξηθεί κατά 66% και να φτάσει τα 75 εκατομμύρια το 2022.
Είναι το πάγιο και επίμονο πρόβλημα των τεράστιων υπερβάσεων των προϋπολογισμών και των χρονοδιαγραμμάτων των σιδηροδρομικών έργων που αντιμετωπίστηκε με τον νόμο 4974/2022.
Είναι η διόρθωση της εξαιρετικά κακής ιδιωτικοποίησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που έγινε το 2017, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με το εξωφρενικά χαμηλό τίμημα των 45 εκατομμυρίων ευρώ, χαμηλότερα δηλαδή από την ετήσια επιδότηση του ελληνικού Δημοσίου.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Εμείς ούτε συσκοτίζουμε, ούτε εξισώνουμε, ούτε παραπλανούμε. Ο ελληνικός σιδηρόδρομος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των ριζωμένων αγκυλώσεων που συνεχίζουν όχι μόνο να εμποδίζουν την πορεία της χώρας προς τα μπροστά, αλλά και δυστυχώς να κοστίζουν ανθρώπινες ζωές.
Από τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των αναγκαίων έργων, μέχρι τις συχνές φθορές με την κλοπή υλικού, και την οργανωσιακή κουλτούρα όλοι αυτοί οι παράγοντες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν στην τραγωδία των Τεμπών πρέπει να αντιμετωπιστούν ριζικά και αποτελεσματικά.
Και για να γίνει αυτό, πρέπει να αποκτήσουμε ξεκάθαρη εικόνα όλης αυτής της πορείας που οδήγησε σ’ αυτό το πολυπαραγοντικό πρόβλημα και το τραγικό δυστύχημα. Χρειάζεται να δούμε κατάματα τι έγινε και να αντλήσουμε τα διδάγματα εκείνα που θα αποτελέσουν τα ισχυρά θεμέλια της αλλαγής που χρειάζεται όχι μόνο στον σιδηρόδρομο, αλλά και σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής της χώρας μας όπου αυτές και άλλες παρόμοιες ριζωμένες αγκυλώσεις επιβιώνουν ακόμη και απειλούν με νέες τραγωδίες.
Σας καλώ γι’ αυτό, να αξιοποιήσουμε με θάρρος και ειλικρίνεια την ευκαιρία που δίνει αυτή η εξεταστική επιτροπή υπό αυτό το πρίσμα. Να αρθούμε στο ύψος της περίστασης, τιμώντας στην πράξη τη μνήμη των 57 ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους. Δυστυχώς, οι ζωές αυτές δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω στις οικογένειες τους. Οφείλουμε όμως να κάνουμε οτιδήποτε περνά από το χέρι μας για να ελαχιστοποιήσουμε, να εκμηδενίσουμε τις πιθανότητες ένα τέτοιο δυστύχημα να συμβεί ξανά στο μέλλον. Εύχομαι όλοι και όλες σ’ αυτή την αίθουσα να συνειδητοποιούμε το μέγεθος και τις συνεπαγωγές αυτής της ευθύνης».