ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Ευχές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς

ΕΥΧΕΣ

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Τι γιορτάζει η ορθόδοξη εκκλησία την Πρωτοχρονιά

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 8:17:00 μ.μ. | |
Η περιτομή του Χριστού
Την πρώτη του έτους η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί να εορτάσουμε εφ’ ενός μεν το γεγονός της Περιτομής του Κυρίου μας, αφ’ ετέρου δε να ξαναφέρουμε στη μνήμη μας την Αγία Μορφή του Αγίου Βασιλείου.


Η Περιτομή

Αν και ο Ευαγγελιστής Λουκάς κρίνεται ιδιαίτερα ιστορικός στις ευαγγελικές του περιγραφές, εντούτοις το συγκεκριμένο γεγονός το περιγράφει εξαιρετικά συνοπτικά, παρότι ο ίδιος ιατρός στο επάγγελμα, δημιουργώντας έτσι εύλογα πολλές απορίες μέχρι και αμφισβητήσεις αν τούτο συνέβη τουλάχιστον κατά πράξη. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει αυτό χρονικά αμέσως μετά την γέννηση του Ιησού στη Βηθλεέμ, κατά την 8η ημέρα, σύμφωνα με τον σχετικό εβραϊκό νόμο και κατόπιν προηγηθέντος οράματος του Αρχαγγέλλου Γαβριήλ στον θεομνήστωρα Ιωσήφ. Στη περιγραφή όμως της Θείας Γέννησης ο Λουκάς φέρεται να αγνοεί την προσέλευση των Μάγων, την επικείμενη σφαγή των νηπίων και εξ αυτού του κινδύνου τη Φυγή στην Αίγυπτο της Αγίας Οικογένειας. Έτσι παραμένει αναπάντητο το αναφυόμενο ερώτημα: την 8η ημέρα που βρισκόταν η Αγία Οικογένεια;
Επ΄ αυτού του επίμαχου σημείου στην "Εκκλησιαστική Ιστορία" (Τόμος Α΄), του Μελετίου Αθηνών, αναφέρεται ότι ο Εφραίμ ο Σύρος βεβαίωνε ότι "ο Κύριος περιετμήθη υπό του Ιωσήφ, του νομιζομένου πατρός αυτού, εν τω σπηλαίω". Την αυτή θέση είχε και ο Επιφάνιος. Οι θείοι όμως Ευαγγελιστές δεν έγραψαν τίποτα περί αυτού, καταλήγοντας η Εκκλησιαστική Ιστορία "αλλ' ούτε ήτο χρεία και ανάγκη να γράψωσι, καθότι η τούτων γνώσις ουδέν παρέχει όφελος εις την σωτηρίαν ημών".
Νόμος Περιτομής

Όσον αφορά την πράξη της Περιτομής που ουσιαστικά πρόκειται για ακρωτηριασμό, μετά από επέμβαση αφαίρεσης της ακροποσθίας, ή ακροβυστίας από το ανδρικό μόριο, αυτή ήταν ήδη γνωστή στην πρώιμη αρχαιότητα, είτε ως προληπτικό μέτρο υγιεινής, είτε ως μέτρο θεραπείας, ιδιαίτερα από τους αρχαίους Αιγυπτίους και τους λαούς της ερήμου,όπως οι Αιθίοπες, εκτός τους Βαβυλωνίους και τους Ασσυρίους, λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες θερμοκρασίες με την παράλληλη λειψυδρία των περιοχών τους. Μέτρο υγιεινής, επίσης γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, πλην όμως απορριπτέο. Κατά περίεργο όμως τρόπο ο ακρωτηριασμός αυτός, σύμφωνα με τη θεόπνευστη Παλαιά Διαθήκη, φέρεται να την επέβαλε ο Γιαχβέ στον Αβραάμ, ως "νόμο περιτομής" με έκδηλο χαρακτήρα τον μόνιμο στιγματισμό ως σφράγιση - διαθήκης των απογόνων του τελευταίου μετά του Γιαχβέ και ως μέσου διάκρισης (διακριτικού σημείου) αυτών με άλλους λαούς, όπως σημειώνει ο Προφήτης Μωυσής στο Βιβλίο της Γένεσης.

Στη συνέχεια όταν οι Εβραίοι βρέθηκαν περιπλανώμενοι στην έρημο, (42 χρόνια), όπου δεν αναμιγνύονταν με άλλους λαούς έπαψαν να περιτέμνονται. Τον καιρό όμως που οι Εβραίοι, κατευθυνόμενοι από τον Γιαχβέ, διήλθαν τον Ιορδάνη ποταμό προκειμένου να καταλάβουν την Ιεριχώ, επανήλθε ο Γιαχβέ με δεύτερη εντολή - νόμο περιτομής όπως περιγράφει ο Ιησούς του Ναυή στο βιβλίο του την οποία και τέλεσε ο ίδιος, θεία εντολή, με πέτρινα ακρότομα μαχαίρια στο λεγόμενο εξ αυτού τόπο "Βουνός των ακροβυστιών".

Στην εύλογη απορία γιατί έπρεπε να χρησιμοποιηθούν πέτρινα ακρότομα μαχαίρια και όχι μεταλλικά, ο Άγιος Θεοδώρητος έθεσε ως απάντηση ότι οι Εβραίοι βιάζονταν τότε να τελέσουν την εορτή του Πάσχα (την Έξοδό τους από την Αίγυπτο), αλλά ερχόμενοι από την έρημο δεν είχαν τόσα πολλά μαχαίρια για να περιτμηθεί όλος ο λαός και "θεία εντολή" δόθηκε η χρήση πέτρινων ξυραφιών αρχικά από τον Ιησού του Ναβή βοηθούμενος στη συνέχεια από τους ιερείς. Όσον αφορά τον προσδιορισμό της "ογδόης ημέρας" από τον Γιαχβέ και όχι την "εβδόμη", ή την "ενάτη" ή κάποια άλλη, η απάντηση αποκαλύπτεται από τον θεόπτη Μωυσή στο Λευιτικό όπου σύμφωνα με τη βιβλική αντίληψη η γυναίκα όταν γεννήσει άρρεν βρέφος "επτά ημέρας ποιεί δια την πρώτην κάθαρσιν και τεσσαράκοντα δια την τελείαν, όταν δε γεννήσει θήλυ ποιεί εις μεν την πρώτην δις επτά (δηλαδή 14 ημέρες), εις δε την δευτέραν εξήκοντα έξ (66). Συνεπώς την ογδόη ημέρα το άρρεν βρέφος "περιτετμημένον υπάρχoν και σεσημειωμένον δια του σημείου της Περιτομής, θηλάζει το καθαρό γάλα της κεκαθαρμένης μητρός του." Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες καθιερώθηκε στην ιουδαϊκή θρησκεία η περιτομή όλων των αρρένων βρεφών να γίνεται από ιερείς με πέτρινο ξυράφι, κατά την "όγδοη ημέρα" από της γεννήσεώς τους, λαμβάνοντας παράλληλα την αυτή ημέρα το όνομά τους, κατά την έννοια της βάπτισης. Υπεύθυνος για την περιτομή του άρρενος βρέφους είναι ο πραγματικός ή θετός πατέρας του. Άτομο απερίτμητο δεν μπορεί να συμμετάσχει στην εορτή του εβραϊκού Πάσχα, αλλά ούτε και να ανήκει σε εβραϊκή κοινότητα, μη έχοντας τη σφράγιση του Γιαχβέ.

Μετά τη συνοπτική αναφορά των παραπάνω που κρίθηκαν αναγκαία για την ευρύτερη αντίληψη της εβραϊκής σκοπιμότητας της περιτομής σημειώνονται και τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα από τους προφητικούς κύκλους της Παλαιάς Διαθήκης: Ο Προφήτης Ιερεμίας θύμιζε ότι η περιτομή δεν έχει καμία αξία μπρος στην αφαίρεση της ακροβυστίας της καρδιάς. Με το ίδιο πνεύμα γίνεται αναφορά και στο Δευτερονόμιο. Ιστορικά δε η περιτομή των Εβραίων έλαβε το κατ΄ εξοχή σημείο διάκρισης της φυλής τους, αμέσως μετά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία.

Ως προς την καθ’ εαυτή Περιτομή του Ιησού σημειώνονται τα ακόλουθα: Η ονοματοδοσία του Ιησού προηγήθηκε της γέννησης Του με Αρχαγγελική εντολή. Ο μνήστωρ Ιωσήφ δεν ήταν φυσικός πατέρας του Ιησού, αλλά ούτε και θετός ώστε να είναι υπόχρεος της περιτομής. Η Φυγή της Αγίας Οικογένειας στην Αίγυπτο ουσιαστικά ήταν φυγή εκτός ιουδαϊκού γεωγραφικού χώρου. Η περιτομή στην Αίγυπτο δεν ήταν υποχρεωτική. Ο Ιησούς επέστρεψε στη Γαλιλαία μετά το θάνατο του Ηρώδη του Μέγα. Ο Ιησούς έθεσε ως σφραγίδα της θρησκείας της αγάπης την Ιερή βάπτισή Του. Στις διδασκαλίες Του απευθυνόταν αδιακρίτως σ' όλους τους λαούς και όχι προς μια μόνο εθνότητα - φυλή της οποίας τον Νόμο πολλές φορές όχι μόνο κατηγόρησε, ταυτιζόμενος έτσι περισσότερο στην άποψη του Ιερεμία και τη θέση του Δευτερονομίου, αλλά στάθηκε και δογματικά ενάντιος. Τέλος σημειώνεται ότι ουδεμία μνεία γίνεται σε ιερά κείμενα ο Ιησούς να υπήρξε μέλος Συναγωγής, ή να εόρτασε ποτέ το Πάσχα των Εβραίων.

Τα διάφορα κενά που δημιούργησε η συγκεκριμένη συνοπτική περιγραφή του Ευαγγελιστή Λουκά προσπάθησε μια μεγάλη χορεία Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας να καλύψει, ή και να ερμηνεύσει λαμβάνοντας λέξεις - κλειδιά (π.χ. πέτρα, πέτρινο, μάχαιρα, οκτώ και ογδόη, αμαρτία κ.ά.), τόσο από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης όσο και της Καινής, προβάλλοντας εξ αυτών την αναγκαιότητα της πράξης της περιτομής, ακόμα και για να αντιμετωπίσει αναφυόμενες κατά καιρούς αιρέσεις, όπως τον Μανιχαϊσμό κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η σχετική αναφορά του Αποστόλου Παύλου: πέτρα ήν ο Χριστός", ή "ο λόγος του Θεού είναι ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον". Δεν είναι και λίγες όμως οι φορές που η επιχειρηματολογία είναι πτωχή δημιουργώντας νέους προβληματισμούς αντί αποσαφήνιση, όπως π.χ. ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός που χαρακτηρίζει την ακροβυστία "περίσσευμα άχρηστο" συνδυάζοντάς το με "περίσσευμα ηδονής" και εξ αυτού "περίσσευμα αμαρτίας".

Τελικά οι Απόστολοι Πέτρος και Ιάκωβος συναχθέντες με τους υπολοίπους κατά τη Σύναξη των Αποστόλων, εξοβελίζοντας την περιτομή νομοθέτησαν το μυστήριο της βάπτισης, ενώ ο Απόστολος Παύλος τονίζει: "Εάν περιτέμνησθε Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει", συμπληρώνοντας σε άλλο σημείο: "Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει, ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις", που είναι το Άγιο Βάπτισμα ως αχειροποίητος εν πνεύματι περιτομή κατά την έννοια της σφράγισης πίστης στον Τριαδικό Θεό. 
Μέγας Βασίλειος

Ο Βασίλειος Καισαρείας (330 - 1 Ιανουαρίου 379), γνωστός και ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης, ήταν Έλληνας επίσκοπος της Καισαρείας στην Καππαδοκία, Μικρά Ασία (στη σημερινή Τουρκία). Ήταν σημαίνων θεολόγος που υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και ο Αρειανισμός. Επίσης, ήταν Πατέρας της Εκκλησίας και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.

Η ζωή του Βασίλειου της Καισαρείας

Γεννήθηκε από Άγιους γονείς το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Άγιου Βασίλειου ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Καισάρεια της Καππαδοκίας και η μητέρα του Αγία Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας). Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας, ενώ κάποιο φαίνεται να πέθανε σε βρεφική ηλικία.

Ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι της Μικράς Ασίας, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα (352).

Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος.

Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής. Επέστρεψε το 359 στον Πόντο και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στην Αριανζό, κοντά στο φίλο του Γρηγόριο.

Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο.

Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά το θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει συν τω χρόνω, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.

Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.

Στην οικουμενική Εκκλησία ο Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος βαθμιαία αποσύρεται από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάζεται για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Προσπαθεί να βρίσκεται σε αλληλενέργεια με τα ορθόδοξα πατριαρχεία και ουσιαστικά υποκαθιστά και αντικαθιστά την αρειανίζουσα ιεραρχία του πολιτικού κέντρου της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την προσπάθεια συναντά την αδιάφορη ή προκατειλημμένη στάση των άλλων πατριαρχείων, γεγονός, που παρά την απογοήτευση που του επιφέρει δεν τον καταβάλει στη συνέχιση του αγώνα του.

Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή αλλιώς «Βασιλειάδας». Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.

Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.
Εορτή

Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου ενώ από το 1081 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας. Η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Ιανουαρίου, ενώ η Λουθηρανική και η Επισκοπελιανή, στις 14 Ιουνίου. Το έθιμο της βασιλόπιτας (γλυκό φούρνου που μέσα τοποθετείται ένα νόμισμα) συνδέεται με τον Άγιο Βασίλειο. Σερβίρεται στο γιορτινό τραπέζι της Πρωτοχρονιάς, δηλαδή την ημέρα που τιμάται η μνήμη του. Σύμφωνα με την παράδοση μπήκαν κάποτε εχθροί στην Καισάρεια και έκλεψαν όλα τα χρυσαφικά. Με ένα θαυματουργό τρόπο βρέθηκαν τα κοσμήματα και ο Επίσκοπος Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε να κάνει μια τεράστια πίτα, όπου μέσα έβαλε τα κοσμήματα. Καθένας που έπαιρνε ένα κομμάτι αποκτούσε και το κόσμημα που περιείχε το κομμάτι του. Έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι που είχαν πάλι χρυσά κοσμήματα.
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ