Ο χρόνος στη φυλακή έχει τα δικά του ημερολόγια και τις δικές του κλεψύδρες. Παγωμένος και σκληρός [...] Δύσκολο να αναλογιστείς το πριν και το μετά. Και τα δύο είναι μακριά...
Οι φυλακές και οι φυλακισμένοι είναι ένα διαχρονικό θέμα και μας έρχεται από τότε που το κράτος οργανώνεται και μεταξύ των άλλων δημιουργεί τον μηχανισμό που απονέμει δικαιοσύνη, επιβάλλει ποινές και τιμωρεί φυλακίζοντας και σωφρονίζοντας τους παραβάτες του νόμου.
Όσο τα καθεστώτα διακυβέρνησης φιλελευθεροποιούνται και περνάμε από τον αυταρχισμό σε επόμενα συστήματα έως αυτό της αστικής δημοκρατίας, τα μπουντρούμια μετατρέπονται αργά αλλά σταθερά σε σωφρονιστικά καταστήματα και οι -απροστάτευτοι από νομικά δικαιώματα- φυλακισμένοι σε τρόφιμους ιδρυμάτων υπό ελεγχόμενες συνθήκες.
Κι αν επιχειρούσαμε να δώσουμε μια πρώτη, σύγχρονη, αποστειρωμένη και ουδέτερη περιγραφή για το σύστημα αυτό, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια κρατική δομή σωφρονισμού, στην οποία οι τρόφιμοι κρατούνται, υπό την επίβλεψη του κράτους, παρά τη θέλησή τους και χάνουν πολλές από τις ελευθερίες τους ως μια μορφή ποινής για αδικήματα που διέπραξαν.
Αυτή μοιάζει να είναι μια αρκετά προστατευμένη από κάθε ενοχή αναφορά ενός κρατικού συστήματος. Στο «Στίγμα των βάλτων» (εκδόσεις ΑΩ) οι φυλακές είναι αυτές που περίπου γνωρίζουμε. Οι φυλακισμένοι τους όμως είναι διαφορετικοί. Είναι εύθραυστοι, ευάλωτοι, ελαττωματικοί, ξεκρέμαστοι, ανυποστήριχτοι. Είναι απ’ αυτούς που προσπαθούν μέσα στην ανασφάλεια και τη μοναξιά τους να φτιάξουν νησίδες καταμεσής του χάους, να κατανοήσουν πού βρίσκονται, να μετανοήσουν αυτοστιγμεί μπρος στο αναπόφευκτο αδιέξοδο.
Ο χρόνος στη φυλακή έχει τα δικά του ημερολόγια και τις δικές του κλεψύδρες. Είναι παγωμένος και σκληρός. Δύσκολο να σε ξεσηκώσει η βιασύνη ή να σε καθηλώσει η αργοπορία. Δύσκολο να αναλογιστείς το πριν και το μετά. Και τα δύο είναι μακριά.
Η διείσδυση, η ανίχνευση και η καταγραφή αυθεντικών καταστάσεων, σχέσεων και συναισθημάτων στο ταραγμένο αυτό περιβάλλον απαιτούν υπευθυνότητα, εμπειρία, συναισθηματική ευρύτητα και ενσυναίσθηση, ικανότητα φιλτραρίσματος της ουσίας από τα επιφαινόμενα και κυρίως αποφυγή ερμηνείας αυθεντικών κοινωνικών εκφύσεων ως δαιμονοποιημένων ιδιοπαθών απειλών.
Η Γκέλη Ντηλιά δεν καταφέρνει μόνο να διεισδύσει στα άδυτα της ταραγμένης ψυχής της φυλακής, αλλά πετυχαίνει κάτι παραπάνω: η συλλογή της μετατρέπεται σε ένα μεταφραστικό εγχειρίδιο χαρακτήρων και στάσεων και με αιφνίδιες κινήσεις ανοίγει την αυλαία αυθεντικών στιγμών σε ένα ούτως ή άλλως σκληρό σκηνικό.
Οι ήρωές της, που υπήρξαν γνήσιοι πρωταγωνιστές τραγωδιών, επαναλαμβάνουν παραστάσεις με την αγριότητα σκηνών που έρχονται από το παρελθόν τους, κουβαλάνε ανεξίτηλο εκείνο το κακό μέσα τους και προσπαθούν να ξορκίσουν το χθες επαναλαμβάνοντας αποτρόπαιες πράξεις μετάνοιας.
Οι προσδοκίες να διατηρηθεί η σχέση των μέσα με τους έξω, όπως ήταν πριν συμβεί το κακό, ή έστω να μη χαθούν στον χρόνο, ξεκινούν με τον εγκλεισμό.
Σταδιακά ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν. «Ξεθωριάζουν». Το ξεθώριασμα το συνοδεύει ο οδοστρωτήρας της ρουτίνας, της τυπικότητας, της παράλειψης.
Η επιλογή της διατήρησης των σχέσεων είναι ετεροβαρής. Οι απέξω την καθορίζουν.
«Ο καθένας τη ζωή του/ και εκείνος την ποινή του./ Αραιά και πού/ επισκέψεις/ τηλεφωνήματα τα τυπικά,/ μια φτηνή φόρμα/ έμβασμα για καφέ, καπνό, τηλεκάρτες/ μια στο τόσο/ έτσι για να βγει η υποχρέωση./ Δεν ξανάρχονται./ Δεν περιμένει.»
Το υλικό, που εμπνέει τη συλλογή, είναι ανυπόκριτο και ξεκάθαρο γιατί έχει κριθεί. Είναι στιγματισμένο, έχει ζυγιστεί και δεν χρειάζεται να αποδείξει την αξία του. Το χρέος είναι συγκεκριμένο, αδιαπραγμάτευτο· και οι κανόνες εξόφλησής του σαφείς.
Άλλωστε η δημιουργός όχι μόνο δεν ωραιοποιεί το περιβάλλον της ποιητικής συλλογής της, αλλά ευθύς εξαρχής μας προσγειώνει με τον τίτλος της: Το Στίγμα των βάλτων. Ο,τι διαδραματίζεται στα ποιήματα και στους στίχους τους χαρακτηρίζεται από ακινησία, έλλειψη δημιουργικής πνοής, στασιμότητα. Ο,τι κινείται στον ιδιότυπο αυτόν βάλτο είναι σημαδεμένο από το κακόσημο στίγμα.
«Αυτόν που μπήκε εδώ μέσα/ και ήταν κάποτε είκοσι δύο ετών/ δεν τον γνωρίζω./ Ξέρω όμως/ εκείνον που εδώ και δώδεκα χρόνια/ μεγαλώνει στο σώμα του,/ έχοντας διαγράψει οριστικά τα στοιχεία της ταυτότητάς του./ Σε αυτόν μιλάω./ Για αυτόν γράφω».
Αυτή η απόσταση την κάνει ικανή να φτάνει κοντύτερα στους ήρωές της, να παρατηρεί την καθημερινότητά τους με αμεσότητα, να ζει τις εμπειρίες τους χωρίς να παρασύρεται απ’ το παρελθόν τους, να ανοίγει την αγκαλιά της στη δυστυχία τους, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα το δικαίωμά της να εκφράζει το χιούμορ ως ειρωνεία, στα όρια του σαρκασμού.
Κάθε ποίημα της συλλογής είναι από μόνο του ένα άλμπουμ εικόνων, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνουν μεμονωμένες στιγμές. Αραδιάζουν μια ακολουθία μεγάλου μήκους της καθημερινότητας των ηρώων της, που η διάταξή της βγάζει κίνηση, ένταση, συναίσθημα και επιθυμίες, έχει παλμό, ψαύει σφυγμό, δηλώνει υποψία χαράς με τα λίγα, αλλά είναι βουτηγμένη στη μοναξιά.
Η Γκέλη Ντηλιά έχει καταφέρει με μοναδικό τρόπο να σπάσει τον νεοελληνικό μικροαστικό κομφορμισμό που θέλει τον κατάδικο αντικοινωνικό ον· και διαμεσολαβεί καθοριστικά, βάζοντας στο κάδρο τον έγκλειστο που είναι ενταγμένος στο δικό του κοινωνικό σύνολο, που έχει τη δική του αποκλειστική σχέση με τον χρόνο, τους δικούς του κανόνες συνύπαρξης και επιβίωσης. Δεν φιλοτεχνεί χαρακτηριστικά περιβάλλοντος που χαϊδεύουν τον εγκλεισμό και τον κάνουν ανεκτό.
Στη συλλογή γίνεται σαφές ότι η ποιητική σύλληψη ξεστρατίζει από τα συνηθισμένα και δεν μένει στα στερεότυπα: γλώσσα, ψυχή, φύση, σχέσεις, αντιθέσεις, συναισθήματα.
Η ποιήτρια κάνει συστάσεις. Διαμεσολαβεί. Γίνεται ο ενδιάμεσος ενός κοινού που είναι απομονωμένο, χαρακτηρισμένο ως επικίνδυνο και σωφρονιζόμενο και επιχειρεί να δώσει τις συστάσεις του προς ένα άλλο κοινό, που έχει σχηματισμένες, σχεδόν αδιαπραγμάτευτες, εντυπώσεις για το πρώτο.
Και στη διαμεσολαβητική αυτή διαδικασία ο ρόλος της δασκάλας είναι κυρίαρχος. Δεν διδάσκει απλώς, αλλά ακούει, βλέπει, αισθάνεται, επικοινωνεί, αξιολογεί, βοηθάει, καθοδηγεί, φροντίζει, καταγράφει, κρίνει, φορτίζεται, συμπαθεί, στηρίζει.
Αφού τα κάνει όλα αυτά, μετά «τυποποιεί, συσκευάζει» και μεταφέρει, είτε σε πρώτο πρόσωπο είτε ως παρατηρήτρια, μοναδικές εικόνες και συναισθήματα μιας ταραγμένης ζωής.
Σε έναν χώρο όπου κυριαρχεί η σκληρότητα, η αδιαφορία, το αδιέξοδο και η πειθαρχία, το να μπορέσεις να περάσεις ακτίνες φωτός, έστω και ευκαιριακές, και να φωτίσεις το βαθύ γκρίζο μιας φυλακής πάει να πει ότι είσαι διατεθειμένος να αφιερώσεις χρόνο, σκέψη, συναίσθημα.
Να ξοδέψεις εαυτό.
Κλείνοντας, θέλω να υπογραμμίσω ότι καθένα από τα ποιήματα του «Στίγματος...» καθηλώνει και ανοίγει μια συζήτηση πολιτική, κοινωνική, οικονομική, υπαρξιακή.
*Καθηγητής ΕΚΠΑ και Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, CEO Συνδέσμου Βιομηχάνων Θεσσαλίας & Κεντρικής Ελλάδος, γεν. διευθυντής ΑΕΔΕΠ Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδος