Η χαρακτηριστική περιπλοκότητα των ευρωπαϊκών θεσμών συμβάλλει αρκετά στο να μην είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς. Όμως, ταυτόχρονα έχουν και μια επιπλέον σημασία: εάν κάτι από τους διαδρόμους περάσει στη δημόσια συζήτηση, π.χ. φτάσει να συζητιέται στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τότε το θέμα είναι σοβαρό.
Αυτό δείχνει και τη σημασία του γεγονότος ότι η χώρα αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής συζήτησης στις 17 Ιανουαρίου στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δη για ζητήματα που αφορούν το κράτος δικαίου, την ελευθερία του Τύπου και την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όταν ακόμη και η Επιτροπή έχει ανησυχίες
Καταρχάς είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ακόμη και ο Επίτροπος Δικαιοσύνης Ντιντιέ Ρέιντερς αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι υπάρχουν λόγοι ανησυχίας, για το ζήτημα των υποκλοπών, για τον τρόπο που οι επικεφαλής των αρχών που θα έχουν την αρμοδιότητα του ελέγχου της διαφάνειας διορίζονται απευθείας από την κυβέρνηση, για το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των δικαιωμάτων των πολιτών βρίσκονται αντιμέτωποι με «καταχρηστικές μηνύσεις», για το γεγονός ότι «βλέπουμε περιορισμένη δίωξη συγκεκριμένων περιπτώσεων διαφθοράς», αλλά και για την επάρκεια του προσωπικού του ΕΣΡ.
Σφυροκόπημα από τις πολιτικές ομάδες του ευρωκοινοβουλίου
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο Γερούν Λέναερς, Ολλανδός Ευρωβουλευτής από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, την «πολιτική οικογένεια» στην οποία ανήκει η Νέα Δημοκρατία, σημείωσε ότι ««μιλώ εξ ονόματος του ΕΛΚ και προφανώς η κυβέρνηση της Ελλάδας ανήκει στη δική μας πολιτική οικογένεια, αλλά δε θα πω ότι όλα είναι τέλεια, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης όπως σε άλλα κράτη μέλη».
Ήταν κυρίως οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που επέμειναν ότι αφενός δεν υπάρχει πραγματικό πρόβλημα στην Ελλάδα, αφετέρου ότι εφόσον η κυβέρνηση επανεξελέγη στις εκλογές του 2023 δεν τίθεται κανένα θέμα.
Όμως, οι τοποθετήσεις των υπόλοιπων πολιτικών ομάδων του ευρωκοινοβουλίου ήταν πολύ περισσότερο επικριτικές.
Για «συστηματική καταστρατήγηση του κράτους δικαίου» στην Ελλάδα μίλησε ο εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών Σάιρους Ένγκερερ.
Για προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να δημιουργήσει «ένα περιοριστικό νομοθετικό περιβάλλον που ποινικοποιεί την κοινωνία των πολιτών, πολιτικούς και δημοσιογράφους» τόνισε η Γουεντόλιν Ντέλμπος Κόρφιλντ από τους Πράσινους, που μάλιστα υπενθύμισε ότι ενώ στηλιτεύεται ως χώρα με αυταρχικές τάσεις η Ουγγαρία δεν υπάρχει η ίδια αντίδραση για τα προβλήματα με την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, όπως και ότι δεν έχει εξιχνιαστεί ακόμη το σκάνδαλο των παράνομων παρακολουθήσεων.
Ιδιαίτερα φορτισμένη ήταν και η παρέμβαση της ομάδας Renew Europe Σόφι ιντ Βελντ , εισηγήτριας της επιτροπής PEGA του Ευρωκοινοβουλίου για τη διερεύνηση της χρήσης των παράνομων λογισμικών παρακολούθησης, που τόνισε ότι στην Ελλάδα η «ελευθερία του Τύπου παρεμποδίζεται» και ολοκλήρωσε την ομιλία της λέγοντας στα ελληνικά «δεν θα σας αφήσουμε μέχρι να υπάρξει δικαιοσύνη».
Και βεβαίως την κατάσταση στηλίτευσαν και οι παρεμβάσεις των Ελλήνων Ευρωβουλευτών που δεν ανήκουν στην κυβερνητική πλειοψηφία, του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και ανεξαρτήτων.
Όλα αυτά αντανακλούν την εντύπωση που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη ύστερα από την υπόθεση των υποκλοπών και αυτό που στα μάτια τους φαντάζει ως μια προσπάθεια συγκάλυψης, τον αντίκτυπο γεγονότων όπως η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, την καθυστέρηση στη διερεύνηση των ευθυνών για την τραγωδία στα Τέμπη, και το γεγονός ότι υπάρχουν αλλεπάλληλες εξοντωτικές αγωγές σε βάρος δημοσιογράφων στην Ελλάδα, ενίοτε και από ανθρώπους που είναι στο επίκεντρο των προβλημάτων σε σχέση με το κράτος δικαίου, όπως είναι για παράδειγμα ο κ. Γρηγόρης Δημητριάδης, αγωγές που στρέφονται ακόμη και σε βάρος μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όπως είναι ο ευρωοβουλευτής και δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου.
Το γεγονός ότι εκπρόσωποι μεγάλων «οικογενειών» όπως είναι οι Σοσιαλιστές, το Renew, οι Πράσινοι, η ευρωομάδα της Αριστεράς, τοποθετήθηκαν επικριτικά για την κατάσταση με το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, ότι έφτασαν στο σημείο να πουν όπως έκανε η Ιρένα Γιόβεβα από το Renew Europe ότι χρειάζεται προσοχή ώστε «το λίκνο της δημοκρατίας να μη μετατραπεί σε τάφο της δημοκρατίας», είναι ενδεικτικό ενός κλίματος και ενός συσχετισμού και ενόψει της ψηφοφορίας πάνω στην Έκθεση τον Φεβρουάριο.
Άλλωστε, είναι σημαντικό και το ίδιο το γεγονός ότι παρά την αντίθεση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και της Ακροδεξιάς, η Ολομέλεια του Ευρωκονοβουλίου αποφάσισε, με ψήφους 200 υπέρ, 119 κατά και 8 αποχές, η συζήτηση για το κράτος δικαίου και την ελευθερία του Τύπου να συνοδευτεί με την έγκριση ψηφίσματος. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι η πρόταση αυτή κατατέθηκε από την πολιτική ομάδα Renew Europe, αυτής στην οποία ανήκει κατά βάση το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν, ενός κατεξοχήν συνομιλητή του πρωθυπουργού στην Ευρώπη. Με αυτή την έννοια αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και το αποτέλεσμα και το περιεχόμενο αυτού του ψηφίσματος.
Τι σημαίνει η Ελλάδα να αντιμετωπίζεται ως χώρα όπου υπάρχει ζήτημα κράτους δικαίου;
Παρότι μπορεί να φαντάζει μακρινό ακόμη, δεδομένων των συσχετισμών και των ισορροπιών εντός ΕΕ, το ενδεχόμενο η Ελλάδα να αντιμετωπίσει ζήτημα σύνδεσης της καταβολής των κοινοτικών πόρων με την τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου με βάση το άρθρο 7 της συνθήκης της Ένωσης, τη διαδικασία δηλαδή που συζητήθηκε για χώρες όπως η Ουγγαρία, δεν είναι μικρό πράγμα η χώρα μας να αντιμετωπίζεται ως χώρα όπου υπάρχουν προβλήματα με βασικές ελευθερίες και μετατοπίζεται ως προς το επίπεδο των θεσμών πιο κοντά στις «χώρες της διεύρυνσης» με όλα τα προβλήματα που έχουν και για ιστορικούς λόγους. Γιατί αντικειμενικά το να υπάρξει ένα σχετικό ψήφισμα σε βάρος της χώρας μας από το Ευρωκοινοβούλιο σε αυτό θα παραπέμπει.
Δείχνει αυτό ότι μια σειρά από γεγονότα και χειρισμοί που στο εσωτερικό της χώρας έχουν παρουσιαστεί από την κυβερνητική πλειοψηφία ως διαδικασίες εντός της νομιμότητας και της πάγιας κοινοβουλευτικής πρακτικής, στα μάτια των εξωτερικών παρατηρητών φαντάζουν ως παρεμβάσεις που δεν επιτρέπουν την πλήρη διερεύνηση κρίσιμων υποθέσεων ή ως ελλιπής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως δε της ελευθερίας του Τύπου εάν δούμε την βιομηχανία αγωγών σε βάρος δημοσιογράφων τα τελευταία χρόνια.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η διαρκής επίκληση ότι οι εκλογές ανέδειξαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία και άρα η συζήτηση τελείωσε, μάλλον ως αμήχανη ή έστω άστοχη μπορεί να θεωρηθεί. Εκτός και εάν πιστεύουμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες είναι όσα η εκάστοτε πλειοψηφία θεωρεί ότι πρέπει να ισχύουν.