Της Άννας Φλωροπούλου
Η ποίηση είναι μια αδιάκοπη, πολύπλοκη και αδιόρατη συνεργασία ανάμεσα στον ποιητή- πομπό και στο κοινό-δέκτη.
Το κίνητρο της επικοινωνίας μεταξύ των δυο αυτών πόλων και η μετάδοση ενός μηνύματος είναι συστατικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αυτή η ανάγκη του ποιητή για το κοινό του και του κοινού για τον ποιητή εκφράζει την κοινωνική λειτουργία της τέχνης και της ποίησης ειδικότερα.
Στο εισαγωγικό της σημείωμα, η ποιήτρια παρατηρεί πως «η απλότητα γίνεται ποίημα». Καθένα λοιπόν από τα ποιήματα της συλλογής «Το στίγμα των βάλτων» είναι η έντεχνη απλότητα μιας σκέψης και ενός συναισθήματος έξω-πραγματικού που εκπορεύεται από τους φυλακισμένους και άρα σημαίνει εξόριστου από την πραγματικότητα των «έξω». Η κοινωνία των φυλακών αποκτά τον διάμεσο της με τη συλλογή αυτή καθώς η «φωνή» της μετατρέπεται σε ποίηση
Η Γκέλη Ντηλιά έγραψε αυτή την ποίηση όντας ταυτόχρονα ένα «εγώ» και ένα «είναι».
Και καθώς ο πόνος που αναβλύζει από ένα τέτοιο θέμα σου χαρίζει τις μεγαλύτερες δυνατότητες για να αισθάνεσαι, το μήνυμα βρίσκει τον αποδέκτη του. Τι θα σήμαινε άλλωστε ο ποιητής αν δεν ήταν ο αυθεντικός εκπρόσωπος του ανθρώπινου πόνου;
Έχουμε λοιπόν μια ποιητική συλλογή η δημιουργός της οποίας διαμεσολαβεί δίνοντας φωνή στη σιωπηλή, υπόκωφη γλώσσα των φυλακισμένων, σαν να χτίζει μια γέφυρα από λέξεις ανάμεσα στην κοινωνία των φυλακών (όπως επισημαίνεται και στο εξώφυλλο) και στην ευρύτερη κοινωνία των «ελεύθερων» ανθρώπων. Αυτή η γέφυρα για να οικοδομηθεί και να λειτουργήσει προϋποθέτει βεβαίως η ποιήτρια να έχει κάνει δικό της το αντικείμενο της κατά τη διάρκεια της δημιουργίας, διαφορετικά το εγχείρημα είναι καταδικασμένο να αποτύχει.Η πολυετής ενασχόληση και το έργο της Γκέλης Ντηλιά στις φυλακές με τους κρατούμενους πιστοποιεί αυτή τη γνώση.
Στο ποίημα με τίτλο «Αντίδραση» για παράδειγμα, γράφει: «… και στα μάτια του μεταφράζω ικανοποίηση… ενδιάμεσα μου ζητά… και με ρωτά πώς μεταφράζεται στα αγγλικά η φυλακή». Τα παραπάνω ρήματα επισημαίνουν πως η ποιήτρια έχει αφουγκραστεί, ακούσει και ενσωματώσει το συλλογικό αλλά και το εκάστοτε υποκειμενικό του θέματος της, που δεν είναι άλλο από την απόδοση της αλήθειας, με άλλα λόγια της ψυχής των έγκλειστων υποκειμένων της.
Τους δανείζει την τέχνη της, ενώ ο χρόνος ιχνηλατεί και δανείζεται από αυτούς την υπαρξιακή αγωνία, την ψυχική θερμοκρασία, τη στυφή και πικρή τους αλήθεια εν τέλει, με μια ποιητική απαλλαγμένη από εξωτερικά, περιγραφικά στοιχεία. Μια ποιητική η οποία αρδεύεται από τον πυρήνα, το αποτύπωμα του εγκλεισμού και προβαίνει στη διείσδυση, διασφαλίζοντας την ποιητική ποιότητα που αναλογεί στην ποσότητα της αλήθειας ή στην εξόρυξη της βαθιάς, αόρατης για τους πολλούς πραγματικότητας που εμπεριέχει.
Όπως προανέφερα, η ανάπτυξη μιας τέτοιας αντίληψης της πραγματικότητας είναι αδύνατη χωρίς κοινωνικό προσδιορισμό, αφού η ίδια η σύνθεση του ανθρώπου τον εμπεριέχει. Καταλήγω έτσι στο συμπέρασμα ότι η ποιήτρια ενσωματώνει και δεν εκπροσωπεί απλώς τη φωνή, την κραυγή, την αναλογική αποτύπωση των ηρώων της.
Ποια συναισθήματα τους διαγράφονται, ποια ατμόσφαιρα, ποιες καταγγελίες, μέσα από αυτή την εντός παρενθέσεως κοινωνία που είναι οι φυλακές, όπου ο ανθρώπινος πόνος μεταλλάσσεται σε ένα μήνυμα ομοιογενές;
Η στέρηση, ο θυμός, ο φόβος ακόμα η ντροπή, η ενοχή, η νοσταλγία, η εγκαρτέρηση, ο φυλακισμένος-ως- μοναχός.
Δανείζομαι λέξεις και φράσεις κλειδιά από τα ποιήματά της:
Ημίξη και η ενσωμάτωση σε αυτό των πολυπολιτισμικών αποχρώσεων χώρο που καλύπτεται από την ομοιομορφία και την ισοπέδωση των διαφορών των ενοίκων του,στο ποίημα «ΟΑλή»που «…τσουγκρίζει με λεμονάδα στα ποτήρια μιας χρήσης… αλλά τρώγοντας τη σαλάτα του σπάει το πλαστικό πιρούνι…» και «…συνεχίζει με τα χέρια». Ο εγκλεισμός στο ποίημα «Ψύχος ψυχής», όπου «…τους χειμώνες ο ήλιοςκατασπαράσσει με δόντια σαν του καρχαρία τους έγκλειστους», η μοναξιά στο ποίημα «Απόμονος»,«Μοναχός σε κελί /Μονάχος σε κελί», η διχοτόμηση από την φυσιολογική ζωή στο ποίημα «Πλάνη», «Σε έκλεισαν στα σίδερα/ έξω από τον κόσμο», «οι άλλοι» που σε δικάζουν γιατί είσαι από «άλλο» κόσμο και η ντροπή που είναι ακόμα μια καταδίκη στο ποίημα «Χειροπέδες»,«Στο νοσοκομείο/ σε συνοδεύουν τρεις φύλακες/ θεωρείσαι επικίνδυνος… οι άλλοι ασθενείς/ καρφώνουν το βλέμμα τους πάνω σου/ και σε καρφώνουν μαχαιριές».Ποιήματα σαν επιτύμβιες στήλες στο ποίημα «Φυλακισμένος κάποτε ετών 22»:«Αυτόν που μπήκε εδώ μέσα/ και ήταν κάποτε 22 χρονών/ δεν τον γνωρίζω./Ξέρω όμως/ εκείνον που εδώ και 12 χρόνια μεγαλώνει στο σώμα του…», (εδώ διακρίνουμε και το ειδικό βάρος της διαφοράς ανάμεσα στο «γνωρίζω» και το «ξέρω» ως δείκτη ωρίμανσης.) Ποιήματα-συνθήματα σαν γκράφιτι, με την αμεσότητα σκηνογραφίας που προϋποθέτουν τα τελευταία:«Ο καθένας τη ζωή του/ και εκείνος τη ποινή του».
Η ποιήτρια αποδίδει με λεπτότητα την ψυχολογία και βαθιά ανθρώπινη συμπάθεια πολλές ακόμα ψυχικές καταστάσεις, συναισθήματα, τη συμπεριφορά, τις χαρούμενες στιγμές, τα δεινά, τα ελαττώματα, τις διαστάσεις της ζωής των κρατουμένων στο περίκλειστο χώρο της ύπαρξής τους μέσα στη φυλακή. Μιας «άλλης» ζωής που στερείται το υπαρξιακό της οξυγόνο.
Τα ποιήματα μπορούν να διαβαστούν και να εννοηθούν ως αντισυμβατικά, αλλά και ρεαλιστικά-ανατρεπτικά ως θέμα. Ο αντιδιανοούμενος λόγος και οι αντιδιανοούμενοι ήρωες-φορείς αυτού του λόγου γίνονται στίχοι που προχωρούν ακάθεκτα στο κέντρο της προβληματικής της που είναι -ας ειπωθεί ξανά- ή όσο γίνεται πιο διαυγής περιγραφή του κόσμου των φυλακών.
Συμπερασματικά η Γκέλη Ντηλιά μεταφέρει και αποδίδει μέσα από τα ποιήματα αυτά όχι μόνο τα αισθήματα αλλά και την ταυτότητα κυρίως της ανώνυμης μάζας, επιδιώκοντας την ανοίκεια οικειότητα του αναγνώστη με ένα πλήθος που μοιράζεται τη ζωή της φυλακής. Και το κάνει με εσωτερική μουσικότητα, αίσθηση του λυρικού ρυθμού, μέσα από την δωρικότητα του έγκλειστου ψυχισμού των ηρώων της, βιώνοντας τον ως αμεσότητα ψυχής και πνεύματος, δίνοντας του όνομα και ειδικό βάρος, προκαλώντας στον αναγνώστη ένα γόνιμο σάστισμα, καλώντας τον να επανεξετάσει το βαθύτερο νόημα της ελευθερίας -και της αν- ελευθερίας.
Έτσι εικονοποίησε εντέχνως το Στίγμα του να έχεις καταδικαστεί στη στέρηση της ατομικής σου ελευθερίας και να λιμνάζεις στους βάλτους μιας άγριας και σκοτεινής μικρο-κοινωνίας, χωρίς να το έχει βιώσει η ίδια: αυτό αποτελεί το «εγώ» και το «είναι» όπως ανέφερα στην αρχή, της ποιήτριας.
Η Άννα Φλωροπούλου είναι φιλόλογος και συγγραφέας.