της Μαριάνας Τσίχλη,
συγγραμματέα της Λαϊκής Ενότητας- Ανυπότακτη Αριστερά
Τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου σε σχέση με τα ιδιωτικά «πανεπιστήμια»:
Νομική μορφή:
Δεν απαιτείται άμεση συμμετοχή του μητρικού ιδρύματος στο ιδιωτικό «πανεπιστήμιο». Το μητρικό ίδρυμα δεν υποχρεούται να συμμετέχει στη σύνθεση του παραρτήματος ή στο κεφάλαιό του. Αρκεί μια συμφωνία franchising ή πιστοποίησης, δηλαδή εμπορική συμφωνία με βάση την οποίο το «πανεπιστήμιο» θα μπορεί να χρησιμοποιεί την επωνυμία, τα εμπορικά σήματα κ.λπ. του μητρικού. Πρόκειται για ακριβώς την ίδια νομική μορφή με βάση την οποία λειτουργούν τα κολλέγια – παραρτήματα ξένων παρόχων μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Υλικοτεχνική υποδομή – κεφάλαιο:
Το νομοσχέδιο θέτει ελάχιστες προϋποθέσεις υλικοτεχνικής υποδομής («λειτουργική βιβλιοθήκη, χώρους εργαστηρίων και έρευνας ανάλογα με τα προσφερόμενα προγράμματα σπουδών κατόπιν έγκρισης της ΕΘ.Α.Ε.Ε., οπτικοακουστικά μέσα και εξοπλισμένη αίθουσα πολυμέσων με πρόσβαση στο διαδίκτυο») και δεν ρυθμίζει σε κανένα σημείο το ελάχιστο κεφάλαιο του παραρτήματος. Αναφέρεται μόνο στην καταβολή παραβόλου 500.000 ευρώ και στην έκδοση εγγυητικής επιστολής 500.000 ευρώ.
3.Τα ακαδημαϊκά ζητήματα του «πανεπιστημίου» ρυθμίζονται αποκλειστικά από το μητρικό ίδρυμα, χωρίς καμία αρμοδιότητα ελληνικής αρχής. Ο ΕΟΠΠΕΠ ελέγχει αποκλειστικά τα ζητήματα κτιριακής επάρκειας, ενώ η ΕΘΑΑΕ κάνει τυπικό έλεγχο, σε σχέση με το αν υπάρχει ή όχι πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών από το μητρικό ίδρυμα.
4.Το εκπαιδευτικό και ερευνητικό προσωπικό των ιδιωτικών «πανεπιστημίων» επιλέγεται και εξελίσσεται σύμφωνα με τα κριτήρια του μητρικού ΑΕΙ, χωρίς καμία πιστοποίηση και έλεγχο από τις ελληνικές αρχές, χωρίς κανένα κριτήριο πέρα από την κατοχή διδακτορικού τίτλου για το 80% του προσωπικού αυτού.
5.Δικαίωμα εγγραφής έχουν «οι κάτοχοι απολυτηρίου Γενικού Λυκείου (ΓΕ.Λ.) ή Επαγγελματικού Λυκείου (ΕΠΑ.Λ.) με ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ), η οποία προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 0,8, οι κάτοχοι ισότιμων απολυτηρίων τίτλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Δ.Ε.) αναγνωρισμένων Ξένων σχολείων της ημεδαπής, οι κάτοχοι διεθνών απολυτήριων τίτλων Δ.Ε. που χορηγούνται από σχολεία της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, οι αλλοδαποί πολίτες κάτοχοι ισοδύναμου του Λυκείου απολυτήριου τίτλου Δ.Ε. ή ισοδύναμου τίτλου επαγγελματικής εκπαίδευσης που τους παρέχει δικαίωμα εισαγωγής στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας στην οποία φοιτούν».
Από όλα τα παραπάνω βγαίνουν τα εξής συνοπτικά συμπεράσματα:
α) Η αφήγηση του Υπουργείου Παιδείας περί αυστηρών κριτηρίων ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι εξ ολοκλήρου ψευδής. Για την ίδρυση ιδιωτικού «πανεπιστημίου» που θα παρέχει τίτλους ακαδημαϊκά και επαγγελματικά ισότιμους με τα δημόσια πανεπιστήμια απαιτείται μόνο το μητρικό ίδρυμα, με το οποίο θα έχει συμβληθεί το ιδιωτικό «πανεπιστήμιο» να είναι στον κατάλογο αναγνωρισμένων τύπων τίτλων σπουδών από τον ΔΟΑΤΑΠ και ένας τυπικός έλεγχος της ΕΘΑΑΕ, με βάση τον οποίο θα λάβει το παράρτημα άδεια για να ιδρυθεί. Τα κριτήρια αυτά είναι πιο αδύναμα ακόμα και από αυτά που απαιτεί σήμερα ο ΔΟΑΤΑΠ για την αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων σπουδών πανεπιστημίων της αλλοδαπής, στο βαθμό που, σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει το ενδεχόμενο να απαιτηθεί η εξέταση σε επιπλέον μαθήματα ή πρακτική άσκηση. Εάν δε κανείς ρίξει μια ματιά στο μητρώο του ΔΟΑΤΑΠ, θα διαπιστώσει ότι οι αναγνωρίσεις αφορούν σε ιδρύματα κάθε τρίτης χώρας (όχι μόνο της ΕΕ, αλλά και χωρών όπως το Αφγανιστάν, το Μπανγκλαντές, τα νησιά Μπαρμπάντος, η Μποτσουάνα, το Καμερούν και πολλές ακόμα). Επιπλέον, υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις για τις Ιατρικές και Οδοντιατρικές Σχολές (εξέταση σε μαθήματα) για την αναγνώριση επαγγελματικής ισοτιμίας πτυχίων που προέρχονται από χώρες εκτός ΕΕ. Επομένως, το νομοσχέδιο εισάγει λιγότερες δικλείδες ασφαλείας ακόμα και από τις υπάρχουσες για ιδρύματα του εξωτερικού (και όχι για τα παραρτήματά τους, των οποίων τα πτυχία σε κάθε περίπτωση δεν παρέχουν ακαδημαϊκή ισοτιμία), διαμορφώνοντας, έτσι, το παράδοξο ενδεχόμενο ο ίδιος τίτλος που παρέχεται από το μητρικό ίδρυμα, το οποίο μάλιστα κατά κανόνα θα διαθέτει πολύ περισσότερες εγγυήσεις ποιότητας, ανώτερο επίπεδο επιστημονικού εξοπλισμού κ.λπ., να απαιτείται για την ακαδημαϊκή του αναγνώριση η εξέταση σε μαθήματα ή η πρακτική άσκηση, ενώ το παράρτημα να παρέχει ακαδημαϊκά ισότιμο τίτλο χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση.
Η συμμετοχή του μητρικού ιδρύματος μπορεί να περιορίζεται στη σύναψη μίας σύμβασης franchising ή πιστοποίησης και στην υποχρέωση πιστοποίησης των προγραμμάτων σπουδών του ιδιωτικού «πανεπιστημίου» από το μητρικό ίδρυμα. Επί της ουσίας, δεν υπάρχει καμία διαφορά από τον τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και σύνδεσης των κολλεγίων που σήμερα λειτουργούν με τα ιδρύματα του εξωτερικού.
Όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά του γεγονότος ότι οι προϋποθέσεις για την ίδρυση ιδιωτικού «πανεπιστημίου», ουσιαστικά δεν διαφέρουν από αυτές των ιδιωτικών κολλεγίων, τα οποία όμως δεν μπορούν να παρέχουν ισότιμα πτυχία. Είναι χαρακτηριστική η σχετική αναφορά στο site του ίδιου του ΔΟΑΤΑΠ σε σχέση με τα πτυχία των κολλεγίων1:
«Κατέχω τίτλο πανεπιστημίου της αλλοδαπής, μετά από σπουδές σε συνεργαζόμενο κολλέγιο/παράρτημα αυτού του πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Μπορώ να αιτηθώ στον ΔΟΑΤΑΠ ακαδημαϊκή ισοδυναμία του πτυχίου μου;
Όχι, επειδή η αναγνώριση πτυχίων μετά από πραγματοποίηση σπουδών ή μέρους σπουδών σε παράρτημα εκπαιδευτικού ιδρύματος της αλλοδαπής στην Ελλάδα δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος».
Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο από τις διατάξεις του νομοσχεδίου ότι, εάν αυτό ψηφιστεί, τα κολλέγια των αεριτζήδων θα έχουν τη δυνατότητα να ακολουθούν μία αμιγώς τυπική διαδικασία ώστε, από το 2025 και μετά, να παρέχουν πτυχία ισότιμα με αυτά των ελληνικών ΑΕΙ.
β) Το νομοσχέδιο προβλέπει μία ελάχιστη, στοιχειώδη υλικοτεχνική υποδομή που απέχει έτη φωτός από την υποδομή και τις εγκαταστάσεις των δημόσιων πανεπιστημίων, ακόμα και του μικρότερου περιφερειακού πανεπιστημίου. Πέρα από την εγγυητική επιστολή και το παράβολο, δεν προβλέπεται καν ελάχιστο όριο καταβεβλημένου κεφαλαίου για την ίδρυση ιδιωτικού «πανεπιστημίου». Δηλαδή, με την καταβολή ενός παραβόλου 500.000 ευρώ, την έκδοση μιας εγγυητικής επιστολής αντίστοιχου ποσού και μια σύμβαση franchising μπορεί να ιδρυθεί «πανεπιστήμιο», ισότιμο με τα δημόσια ΑΕΙ.
Τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, παρά την υποχρηματοδότηση και την υποβάθμισή τους, διαθέτουν επιστημονικό εξοπλισμό αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, πολλά περιουσιακά στοιχεία, σημαντικό κεφάλαιο, έσοδα από τον κρατικό προϋπολογισμό και άλλες πηγές. Το να παρέχονται πτυχία ισότιμα μιας δημόσιας πολυτεχνικής σχολής από ένα παράρτημα το οποίο διαθέτει απλώς 500.000 ευρώ για παράβολο και ελάχιστη υλικοτεχνική υποδομή δεν αντέχει σε καμία λογική. Η δε απλή υποχρέωση μελέτης βιωσιμότητας για μια πενταετία (όσο δηλαδή είναι η ελάχιστη διάρκεια σπουδών σε μια πολυτεχνική σχολή) απέχει πάρα πολύ από το να εγγυάται ακόμα και τη δυνατότητα λειτουργίας ενός τέτοιου παραρτήματος για τον ελάχιστο χρόνο που απαιτείται για να εξαντλήσει το πρόγραμμα σπουδών μιας σχολής του Πολυτεχνείου, πόσω μάλλον την ποιότητα των σπουδών.
γ) Τα τυπικά προσόντα του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού καθορίζονται από το μητρικό ίδρυμα, ενώ η μόνη προϋπόθεση που θέτει το νομοσχέδιο είναι να είναι κάτοχοι διδακτορικών τίτλων σε «θέμα συναφές με το αντικείμενο της διδασκαλίας» κατά ποσοστό 80% και το προσωπικό του κάθε παραρτήματος να διαθέτει τουλάχιστον 30 μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού για τρεις σχολές τουλάχιστον (που είναι η ελάχιστη υποχρέωση ως προς τον αριθμό των σχολών για να αδειοδοτηθεί το ιδιωτικό «πανεπιστήμιο»). Στον αντίποδα, τα μέλη ΔΕΠ των δημόσιων πανεπιστημίων πρέπει, εκτός από την κατοχή διδακτορικού, να αποδείξουν ερευνητικό έργο, δημοσιεύσεις κ.λπ., να έχουν προϋπηρεσία διδακτικού έργου ή ερευνητικού έργου και να περάσουν διαδικασία κρίσης από εκλεκτορικό σώμα, ενώ τα ελάχιστα προσόντα αυξάνονται ανάλογα με τη βαθμίδα.
δ) Η υποχρεωτική τη συμμετοχή στις πανελλήνιες, ως προϋπόθεση για την εγγραφή σε ιδιωτικό «πανεπιστήμιο» για τους αποφοίτους ΓΕΛ και ΕΠΑΛ είναι ασαφής όπως διατυπώνεται η σχετική διάταξη του νομοσχεδίου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν απαιτείται η συμμετοχή στις πανελλήνιες, η ΕΒΕ που καθιερώνεται για την εισαγωγή στα ιδιωτικά «πανεπιστήμια» είναι «ο μικρότερος εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 0,8». Με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων πανελλαδικών εξετάσεων, η ΕΒΕ αυτή διαμορφώνεται ως εξής:
Επιστημονικά Πεδία Μέσος όρος Πεδίου Ελάχιστη Βάση εισαγωγής του πεδίου
1o επιστημονικό πεδίο 11,12 8,9
2o επιστημονικό πεδίο 11,96 9,57
3o επιστημονικό πεδίο 12,12 9,69
4o επιστημονικό πεδίο 10,37 8,29
Με βάση τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων του 2023 για τις πιο υψηλόβαθμες σχολές προκύπτει ότι:
Στο 1ο πεδίο, η Νομική Αθήνας είχε βάση 18,12, ενώ η Νομική Κομοτηνής 16,98. Η ιδιωτική Νομική θα έχει βάση 8,9.
Στο 2ο πεδίο, οι Ηλεκτρολόγοι ΕΜΠ είχαν βάση 18,82, ενώ της Ξάνθης 14,75. Η ιδιωτική θα έχει βάση 9,57.
Στο 3ο πεδίο, η Ιατρική Αθήνας είχε βάση 19, ενώ της Κομοτηνής 18,3. Η ιδιωτική θα έχει βάση 9,69.
Στο 4ο πεδίο, η σχολή Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, δηλαδή η πιο υψηλόβαθμη σχολή του πεδίου, είχε βάση 18,35. Η αντίστοιχη ιδιωτική θα έχει βάση 8,29.
Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι το νομοσχέδιο αποτελεί κόλαφο για την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης περί αριστείας. Όποια οικογένεια έχει την δυνατότητα να πληρώσει τα δίδακτρα των ιδιωτικών «πανεπιστημίων», τα παιδιά της όχι απλώς θα ξεπερνούν το σκόπελο της ΕΒΕ, αλλά θα μπορούν να πάρουν πτυχίο από τη σχολή της επιλογής τους, ισότιμο με αυτό των δημόσιων πανεπιστημίων, ακόμα και των πλέον υψηλόβαθμων, με βάση εισαγωγής μικρότερη έως και κατά 50%. Στον αντίποδα, τα παιδιά που οι οικογένειές τους δεν θα μπορούν να πληρώσουν δίδακτρα, θα αποκλείονται όχι μόνο από τις υψηλόβαθμες σχολές, αλλά και συνολικά από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, λόγω της ΕΒΕ, ακόμα και αν έχουν καλύτερη επίδοση. Επιπλέον των δυσκολιών των πανελλαδικών εξετάσεων, τα παιδιά που θα σπουδάζουν στο δημόσιο πανεπιστήμιο, θα έχουν να αντιμετωπίσουν και τον σκόπελο των διαγραφών, των μαζικών κοψιμάτων και των παράλογων απαιτήσεων ορισμένων καθηγητών, ενώ, στα αντίστοιχα ιδιωτικά, το πτυχίο θα αγοράζεται χωρίς κανένα κόπο.
Τέλος, όσοι μαθητές – ιδιωτικών σχολείων – επιλέξουν ΙΒ αντί για απολυτήριο λυκείου, δεν απαιτείται καν να συμμετάσχουν στις πανελλήνιες.
ε) Η διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών των ιδιωτικών «πανεπιστημίων» θα γίνεται σε τρεις κύκλους, ο πρώτος εκ των οποίων θα μπορεί να είναι τριετής και θα οδηγεί σε bachelor ισότιμο με τα πτυχία των ελληνικών δημοσίων πανεπιστημίων, τα προγράμματα σπουδών των οποίων, όμως, είναι 4ετή, 5ετή ή και 6ετή. Πέρα από την προφανή ανισοτιμία σε επίπεδο ποιότητας σπουδών, αλλά και κόπου που καταβάλουν οι φοιτητές για να πάρουν τα πτυχία τους, θα διαμορφωθεί ένας μοχλός ταχύτατης πίεσης των δημοσίων πανεπιστημίων προς τα κάτω, ώστε και αυτά να εισάγουν τριετείς κύκλους σπουδών, με υπερεξειδικευμένα πτυχία που θα παρέχουν πολύ λιγότερα δικαιώματα.
Οι διατάξεις υποβάθμισης του δημοσίου πανεπιστημίου που περνάνε στα «ψιλά»
Το νομοσχέδιο περιέχει διατάξεις για το δημόσιο πανεπιστήμιο που εντείνουν πολύ περισσότερο τα ήδη υπαρκτά, σημαντικά προβλήματα. Ξεχωρίζουν δύο ρυθμίσεις, η επίθεση στη χρηματοδότηση του δημόσιου πανεπιστημίου και η εισαγωγή, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, άμεσων παρεμβάσεων των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια.
Ήδη από το 2020, με νόμο της τότε υπουργού Νίκης Κεραμέως που συνέδεσε το όνομά της με την πανεπιστημιακή αστυνομία και την ΕΒΕ, προβλέφθηκε η κατανομή της πενιχρής κρατικής επιχορήγησης των δημόσιων πανεπιστημίων κατά 80% με αντικειμενικά κριτήρια, ενώ το υπόλοιπο 20% θα κατανεμόταν με ασαφή και αδιαφανή τρόπο, με βάση δείκτες που καθορίζει ο Υπουργός Παιδείας και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις ανάγκες των ΑΕΙ (απόφοιτοι προς εισερχόμενοι φοιτητές, ώστε να ασκηθεί πίεση για την συμμόρφωση με τις διαγραφές φοιτητών, διεθνοποίηση, δηλαδή αριθμός αλλοδαπών φοιτητών που συμμετέχουν σε προγράμματα του ΑΕΙ και λοιπά αντίστοιχης φιλοσοφίας). Πρόκειται, επί της ουσίας για έναν ωμό εκβιασμό μέσω της περικοπής χρηματοδότησης, ώστε τα δημόσια πανεπιστήμια να εφαρμόσουν τις πιο ιδεοληπτικές πτυχές της πολιτικής της κυβέρνησης. Με το σημερινό νομοσχέδιο, το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 30% της χρηματοδότησης.
Αντίστοιχα, από το 2022 με τον νόμο – πλαίσιο / οδοστρωτήρα επίσης της Νίκης Κεραμέως, που περιείχε, μεταξύ άλλων, πειθαρχικές διατάξεις για την ποινικοποίηση των κινητοποιήσεων, διαγραφές φοιτητών, επίθεση στους φοιτητικούς συλλόγους και πολλά ακόμα, επιταχύνθηκε η λογική της άμεσης παρέμβασης επιχειρήσεων μέσα στα δημόσια πανεπιστήμια, αλλά και η λειτουργία των πανεπιστημίων με ιδιωτικοοοικονομικά κριτήρια. Με το σημερινό νομοσχέδιο, οι ρυθμίσεις αυτές επιχειρείται να επιταχυνθούν ακόμα περισσότερο. Ενδεικτική είναι η πρόβλεψη για α) υποστήριξη της εκπόνησης επιχειρηματικών σχεδίων (business plans) από τους φοιτητές και μέλη ερευνητικών ομάδων του Α.Ε.Ι, β) η προσέλκυση χρηματοδοτήσεων για την εκπόνηση βιομηχανικής έρευνας – δηλαδή έρευνας με χρηματοδότηση και κατά παραγγελία ιδιωτικών επιχειρήσεων – εντός του Α.Ε.Ι., γ) η υποστήριξη της ίδρυσης και λειτουργίας θερμοκοιτίδας επιχειρήσεων του Α.Ε.Ι., δ) η αναζήτηση κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών για την ίδρυση νεοφυών επιχειρήσεων των φοιτητών και των μελών ερευνητικών ομάδων για την εμπορική αξιοποίηση καινοτόμων ιδεών και τεχνολογιών.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να μετατραπούν ακόμα περισσότερο τα δημόσια πανεπιστήμια σε δομές που θα αντλούν την χρηματοδότησή τους από ιδιωτικά κεφάλαια, με τα προφανή αποτελέσματα που κάτι τέτοιο θα έχει στον χαρακτήρα του ακαδημαϊκού και ερευνητικού έργου, το οποίο θα εκπονείται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό κατά παραγγελία επιχειρηματικών φορέων. Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση υποκριτικά εξαγγέλλει τη στήριξη των δημόσιων πανεπιστημίων, επί της ουσίας θεσμοθετεί το ενδεχόμενο ακόμα μεγαλύτερων μειώσεων στη χρηματοδότηση όσων δεν είναι «καλά παιδιά», αλλά και τα εισάγει σε ένα κυνήγι χρηματοδοτήσεων απευθείας από την αγορά με την παροχή εμπορικών υπηρεσιών που καμία σχέση δεν έχουν με ακαδημαϊκό ή ερευνητικό έργο.
Οι φαιδροί ισχυρισμοί περί συνταγματικότας του νομοσχεδίου
Το νομοσχέδιο έχει ήδη, ακόμα και πριν την παρουσίασή του και την κατάθεσή του για διαβούλευση, προκαλέσει πάρα πολλές αντιδράσεις από συνταγματολόγους, Δικηγορικούς Συλλόγους, ακαδημαϊκούς, για την προφανή του αντισυνταγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να διασωθεί με κανένα τέχνασμα. Μετά την παρουσίαση του νομοσχεδίου, δημοσιεύθηκε κοινή παρέμβαση οκτώ καθηγητών συνταγματικού δικαίου2, στην οποία δηλώνουν απερίφραστα ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι αντισυνταγματική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ανθρώπους που τάσσονται όλοι κατά της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, εφόσον έχει προηγηθεί αναθεώρηση του αρ. 16, όπως διευκρινίζεται στη δήλωσή τους, είναι άλλωστε γνωστό ότι ορισμένοι εξ αυτών έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν την αναθεώρησή του. Επομένως, δεν μπορούν να κατηγορηθούν για «αντικυβερνητική» ή «υποκινούμενη» τοποθέτηση. Αντίστοιχη τοποθέτηση έχει εκφράσει, αρκετές φορές, δημόσια και άλλος καθηγητής δημοσίου δικαίου στη Νομική της Αθήνας, που επίσης δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αντικυβερνητική στάση3.
Στα όσα έχουν γραφτεί, τα οποία έχουν καταστήσει προφανή την συνταγματική εκτροπή, θα προσθέσουμε μόνο ότι η τελευταία απόφαση του ΣτΕ4, που αφορά στην ανώτατη εκπαίδευση και δημοσιεύθηκε πριν από μόλις πέντε μήνες, αναφέρει ρητά:
«Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών.
Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικώς σε ιδρύματα, υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με πλήρη αυτοδιοίκηση και από καθηγητές που απολαύουν ειδικών εγγυήσεων.
Ο διαχωρισμός των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από τις σχολές επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ανώτερης βαθμίδας δεν δύναται ούτε να ματαιωθεί αμέσως από τον κοινό νομοθέτη, με την εξίσωσή τους, ούτε και να καταστρατηγηθεί εμμέσως … ώστε να μην παρέχεται σε αυτές η κατά το Σύνταγμα επαγγελματική ή άλλη ειδική εκπαίδευση, αλλά εκπαίδευση προσομοιάζουσα προς την παρεχόμενη από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα. Θα συνιστούσε δε συνταγματικώς ανεπίτρεπτη καταστρατήγηση, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων σχολών που δεν εντάσσονται στην ανώτατη εκπαίδευση … κατά πλήρη εξομοίωση προς τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Και τούτο διότι η εξομοίωση αυτή θα καθιστούσε τους χορηγούμενους από τους φορείς της μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης τίτλους ουσιαστικώς ισοδύναμους προς τους χορηγούμενους από σχολές ανώτατης βαθμίδας και θα αναιρούσε έτσι την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα ως άνω διάκριση, καθώς και την απαγόρευση ιδρύσεως σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες.
Είναι προφανές ότι πρόκειται για συνταγματική εκτροπή, απέναντι στην οποία έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε.
Αντί επιλόγου
Το νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση είναι ακόμα χειρότερο και από τις προβλέψεις όσων αντιδρούμε σε αυτό. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που θα μετατρέψει σε μια νύχτα τα κολλέγια σε πανεπιστήμια, θα υποβαθμίσει βάναυσα την ποιότητα της παρεχόμενης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα παράξει αποφοίτους διαφορετικών ταχυτήτων, με – επιεικώς – αμφίβολες δεξιότητες στο γνωστικό τους αντικείμενο. Υπό αυτές τις συνθήκες, με ανύπαρκτα κριτήρια εισαγωγής, ακόμα και σε σχολές οι απόφοιτοι των οποίων παρέχουν κρίσιμες υπηρεσίες (γιατροί, μηχανικοί κ.λπ.), ποιος θα εμπιστευτεί τους αποφοίτους των ιδιωτικών «πανεπιστημίων» για την παροχή τους, ενώ επί της ουσίας θα αγοράζουν τίτλους από κολλέγια με αμφίβολων δεξιοτήτων διδακτικό προσωπικό, με ανεξέλεγκτες διαδικασίες πιστοποίησης των σπουδών, με χαμηλότατου επιπέδου υλικοτεχνική υποδομή, γεννάται το ερώτημα;
Επιπλέον, είναι ένα νομοσχέδιο που γιγαντώνει την θεσμοθετημένη ανισότητα και την αδικία και γυρίζει την κοινωνία στις εποχές πριν τη μεταπολίτευση. Αν έχεις χρήματα, τότε θα μπορεί το παιδί σου να σπουδάζει όπου θέλει, ανεξαρτήτως επιδόσεων ή προσπάθειας, αν όχι, θα αντιμετωπίζεις την ΕΒΕ και τις όλο και περισσότερες δυσκολίες στην εισαγωγή σε δημόσιο πανεπιστήμιο και στη λήψη πτυχίου. Ένα νομοσχέδιο που αποκαλύπτει πλήρως την υποκρισία της κυβέρνησης των «αρίστων», που καλλιέργησε συστηματικά αντιδραστικά ιδεολογήματα, με θύματα τα παιδιά κυρίως των φτωχότερων που, κατά δεκάδες χιλιάδες, αλέστηκαν στις μυλόπετρες της ΕΒΕ. Πριν λίγα χρόνια, η κυβέρνηση υπερασπιζόταν με πάθος ότι ήταν τεράστιο ζήτημα «αριστείας» και «αξιοκρατίας» να μην μπορείς να μπεις στη σχολή της επιλογής σου και σε καμία σχολή, ακόμα και με 18000 μόρια. Για να υποστηρίξει την πολιτική της, βυσσοδομούσε πάνω στο μέλλον δεκάδων χιλιάδων παιδιών, τα οποία έβγαζε άχρηστα και ανάξια πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σήμερα, η ίδια κυβέρνηση, επιτρέπει την αγορά πτυχίου ιατρικής με 9.690 μόρια, αφού, προφανώς, η «αριστεία» καθορίζεται από το πορτοφόλι της κάθε οικογένειας.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση εξακολουθεί και εκτελεί το σχέδιο της διαρκούς υποβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου. Στη χώρα με τη χειρότερη αναλογία διδασκόντων προς φοιτητές σε όλη την Ευρώπη, η κυβέρνηση παρουσιάζει ως τεράστια παραχώρηση ότι για κάθε μία αφυπηρέτηση μέλους ΔΕΠ θα γίνεται μια πρόσληψη, τη διατήρηση δηλαδή της ίδιας αναλογίας επ’ αόριστον. Στη χώρα της μεγαλύτερης υποχρηματοδότησης των ΑΕΙ, η κυβέρνηση πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, διαφημίζοντας την αύξηση της χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού κατά μόλις 10 εκ. ευρώ, όταν η ετήσια χρηματοδότηση μόνο του ΕΜΠ είναι μειωμένη κατά 12,5 εκ. ευρώ από το 2009, χωρίς καν να υπολογίζεται ο πληθωρισμός. Όσο για τα ευρωπαϊκά κονδύλια που επιχειρείται από το Υπουργείο να εμφανιστούν ως ρέον χρήμα που θα στηρίξει ουσιαστικά τα δημόσια πανεπιστήμια, μία μόνο ματιά στην παρουσίαση του νομοσχεδίου από τον Πιερρακάκη5 καθιστά σαφές ότι τα χρήματα αυτά, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, κατευθύνονται σε σκοπούς είτε παντελώς άσχετους με τις ανάγκες του δημόσιου πανεπιστημίου, είτε στην εξυπηρέτηση των ίδιων των νεοφιλελεύθερων σχεδίων της κυβέρνησης που, στην πραγματικότητα, διαλύουν το δημόσιο πανεπιστήμιο (βιομηχανικά διδακτορικά, συμπράξεις ΑΕΙ με επιχειρήσεις για εκπόνηση Ερευνητικών Έργων, υποστήριξη δράσεων στήριξης επιχειρηματικότητας κ.α.).
Οι διοικήσεις των πανεπιστημίων (πρυτανείες, σύγκλητοι, σύνοδος πρυτάνεων), που μέχρι σήμερα ήταν λαλίστατες στην καταδίκη των καταλήψεων και εξαιρετικά φειδωλές έως μουγκές, στην πλειοψηφία τους, για τα σχέδια της κυβέρνησης, επιφυλασσόμενες να δουν το νομοσχέδιο, έχει έρθει η ώρα να τοποθετηθούν. Το μπόι τους θα μετρηθεί από το αν, έστω και την ύστατη στιγμή, θα υψώσουν στοιχειωδώς ανάστημα για την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου, ή θα γίνουν πρόθυμοι οσφυοκάμπτες μπροστά σε μια κυβέρνηση που συστηματικά επιχειρεί να το σαρώσει.
Σε κάθε περίπτωση, το ανθρώπινο ποτάμι των δεκάδων χιλιάδων που βούλιαξε την Αθήνα στις 8 Φλεβάρη, δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Θα υπερασπιστούμε ως το τέλος το δικαίωμα στην δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλους απέναντι στους «άριστους» ληστές του δημόσιου πανεπιστημίου.