ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Ναύπλιο: Η Ακροναυπλία και η πύλη του Σαγρέδου (βίντεο)

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 5:15:00 μ.μ. | |
Akronafplia
Η Ακροναυπλία είναι ένα από τα τρία εξαιρετικά κάστρα του Ναυπλίου, και αυτό που έχει την πιο πλούσια ιστορία. H σημερινή μορφή του κάστρου της Ακροναυπλίας, αν και αρκετά αλλοιωμένη από τις σύγχρονες επεμβάσεις, διαμορφώθηκε κυρίως στις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Πρώτης Eνετοκρατίας, από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα.
Αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι η περιοχή της Ναυπλίας κατοικούνταν τουλάχιστον από την Πρωτομυκηναϊκή Περίοδο (που άρχισε το 1700 π.Χ.).
Τον 7ο αι. π.Χ. το Ναύπλιο κατακτήθηκε από το Άργος και αποτέλεσε το επίνειό του, ενώ τον 4ο αι. π.Χ. άρχισε να αναπτύσσεται στη χερσονησίδα ένας οχυρωμένος οικισμός με τείχη που ξεκινούσαν ψηλά στο βράχο από την ΝΔ πλευρά, συνέχιζαν κατά μήκος της βόρειας πλευράς και κατέληγαν στο τέλος της ανατολικής. Η νότια πλευρά δεν είχε αρχικά οχύρωση επειδή οι απόκρημνοι βράχοι παρείχαν επαρκή φυσική προστασία. Τα αρχαία τείχη αποτελούνταν από μεγάλες λαξευμένες πέτρες, που προέρχονταν από τα βράχια της Ακροναυπλίας και χτίστηκαν με την τεχνική της πολυγωνικής λιθοδομίας.
Όταν το Άργος παρήκμασε, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Ναυπλία έπεσε σε αφάνεια σε τέτοιο βαθμό, που ο Παυσανίας, τον 2ο αι. μ.Χ. στις περιηγήσεις του στην Αργολίδα, τη βρήκε έρημη και σχεδόν ακατοίκητη. Αναφέρει μόνο την ύπαρξη ιερού του Ποσειδώνα στην κορυφή (του οποίου έχουν εντοπιστεί λείψανα στο ανώτερο σημείο της χερσονήσου).
Πρωτοβυζαντινή και Μεσοβυζαντινή περίοδος (4ος αι. έως τέλη 12ου αιώνα)

Η ερήμωση του Ναυπλίου συνεχίστηκε σε όλη την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Δεν υπάρχει καμία μνεία του Ναυπλίου σε εκκλησιαστικά έγγραφα της πρωτοχριστιανικής περιόδου ούτε σε ιστορικές αναφορές γα τις μεγάλες επιδρομές των βαρβάρων του 3ου και 4ου αιώνα μ.Χ. Δεν αναφέρεται ούτε στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους (όπου καταγράφονται όλες οι πόλεις της αυτοκρατορίας τον 6ο μ.Χ. αιώνα) ούτε στον Προκόπιο ο οποίος στο Περί Κτισμάτων μνημονεύει όλα τα φρούρια και τις πόλεις που υπήρχαν επί Ιουστινιανού.

Τους επόμενους αιώνες, βρίσκουμε κάποιες σκόρπιες αναφορές για το Ναύπλιο: Μια παραλλαγή του Χρονικού της Μονεμβασιάς αφηγείται ότι κατά την κάθοδο των Αβαρο-Σλάβων στην Πελοπόννησο, το 583-584, Βυζαντινή φρουρά οχυρώθηκε και αντιστάθηκε στο Ναύπλιο. Επίσης, το 727, όταν ο τουρμάρχης του θέματος Ελλαδικών Αγαλλιανός Κοντοσκέλης επαναστάτησε εναντίον τού εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Γ’, το Ναύπλιο ήταν μια από τις πόλεις που τον υποστήριξε διαθέτοντάς του πλοία. Το 963 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο ο ερχόμενος από την Κρήτη Νίκων «ο μετανοείτε», ο οποίος δίδαξε για λίγο εκεί προτού κατευθύνει τον ιεραποστολικό του ζήλο στην υπόλοιπη Πελοπόννησο.

Αυτές οι αναφορές δεν είναι πολύ αξιόπιστες επειδή είναι πολύ μεταγενέστερες από τα γεγονότα. Εκείνο που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι ότι στο τέλος του 9ου αιώνα δημιουργήθηκε η «Επισκοπή Άργους και Ναυπλίου» υπαγόμενη στη Μητρόπολη Κορίνθου.

Τον 11ο αιώνα έχουμε, αναπάντεχα, μια πολύ σημαντική πληροφορία: Συγκεκριμένα, το 1031, στόλος Σαρακηνών από την Αφρική λεηλατεί τα παράλια της Πελοποννήσου. Ο στρατηγός Ναυπλίου Νικηφόρος Καραντηνός, επικεφαλής βυζαντινού στόλου, τους καταδιώκει και καταστρέφει τα περισσότερα πλοία τους.
Το σχετικό απόσπασμα από τον βυζαντινό ιστορικό Σκυλίτση έχει ως εξής: «Σαρακηνοὶ δὲ ὑπό τε Ῥαουσαίων καὶ τοῦ στρατηγοῦντος ἐν Ναυπλίῳ Νικηφόρου πατρικίου τοῦ Καραντηνοῦ κακῶς ἔπαθον, καταπολεμηθέντες καὶ τὰ πλείω ἀποβαλόντες τῶν σκαφῶν.»

Το ίδιο σκηνικό θα επαναληφθεί το 1032 και το 1033 με ανάλογες επιτυχίες από τον Νικηφόρο Καραντηνό. Ο τίτλος «στρατηγός Ναυπλίου» του Καραντηνού δείχνει ότι από της αρχές του 11ου αιώνα, ίσως και λίγο πιο πριν, η στρατιωτική αξία του Ναυπλίου ήταν αναβαθμισμένη. Αυτή η υπόθεση ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Νικηφόρος Καραντηνός δεν ήταν απλά ένας ανώτερος στρατιωτικός, αλλά συγγενής εξ αγχιστείας του αυτοκράτορα Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1028-1034).

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι από τον 7ο αιώνα, το αργότερο, και μετά η Ακροαναυπλία ξανακατοικήθηκε (όπως πιστοποιείται και από βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη και νομίσματα) και σιγά σιγά αναπτύχθηκε τόσο ώστε στις αρχές του 11ου αιώνα να φτάσει να είναι έδρα στρατηγού. Είναι σίγουρο πως σε αυτήν την περίοδο –περί τον 10ο αιώνα– διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα βράχια της Ακροναυπλίας ένα βυζαντινό κάστρο.

Κατά τον 10ο–11ο αι., η πόλη παρά το γεγονός ότι η Αργολίδα είχε ταλαιπωρηθεί πολύ από πειρατικές επιδρομές, σταδιακά άρχισε να ευημερεί. Αποτέλεσε από νωρίς εμπορικό σταθμό για τους Ενετούς, όπως μαρτυρείται σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλα του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) και αργότερα του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195–1203), με τα οποία χρυσόβουλα παραχωρήθηκαν ή ανανεώθηκαν εμπορικά προνόμια στη Βενετία. Η πόλη ενισχύθηκε κατά τον 12ο αι. με τη δημιουργία μιας νέας διοικητικής μονάδας του «ορίου Κορίνθου, Ναυπλίου, Άργους». Στο πλαίσιο αυτής της διοικητικής αλλαγής, στις τρεις αυτές πόλεις πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένα οχυρωματικά προγράμματα.
Περίοδος Σγουρών (1180-1210)

Το Ναύπλιο απέκτησε για πρώτη φορά πρωτοκαθεδρία έναντι των γειτονικών πόλεων την περίοδο που τοπάρχες ήταν οι Σγουροί.

Το 1180 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός διόρισε άρχοντα Ναυπλίου τον πλούσιο ευγενή του Ναυπλίου Θεόδωρο Σγουρό, ο οποίος λίγα χρόνια μετά, το 1189, πέτυχε από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ τον προβιβασμό της Επισκοπής Άργους και Ναυπλίου σε αυτοτελή Μητρόπολη.

Το 1199 στον Σγουρό ανατέθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο η κατασκευή στόλου για την προστασία των ακτών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας από τους πειρατές. Αυτή η αποστολή επέτρεψε στον Σγουρό να εξελιχθεί σε παντοδύναμο τοπικό ηγεμόνα και να ενισχυθεί στρατιωτικά και οικονομικά επιβάλλοντας φόρο υπέρ πλωίμων σε άλλες ελληνικές πόλεις και στις Κυκλάδες.

Όταν ο Θεόδωρος Σγουρός πέθανε, περί το 1200, ο γιος του Λέων Σγουρός κληρονόμησε μια ισχυρή και πλούσια ηγεμονία με έδρα το Ναύπλιο. Το 1203-1204 επεκτάθηκε καταλαμβάνοντας το Άργος και την Κόρινθο (αφού σκότωσε προηγουμένως τον μητροπολίτη Κορίνθου που τον τύφλωσε και τον έριξε από τα βράχια της Ακροναυπλίας). Το επόμενο διάστημα, έχοντας de facto ανεξαρτητοποιηθεί από την κεντρική βυζαντινή εξουσία, εισέβαλε σε Αττική και προξένησε μεγάλες καταστροφές στην Αθήνα και στα Μέγαρα, αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ακρόπολη. Συνέχισε προς βορρά και κατέλαβε τη Θήβα και τη Λάρισα, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει όταν άρχισε η κάθοδος των Φράγκων σταυροφόρων. Αποτυγχάνοντας να αναχαιτίσει τους Φράγκους στις Θερμοπύλες, ο Σγουρός οχυρώθηκε στον Ακροκόρινθο.

Εκεί ο Λέων Σγουρός αμύνθηκε με επιτυχία, αλλά το 1208 αυτοκτόνησε πέφτοντας, κατά μία εκδοχή, με το άλογό του από τον βράχο. Ο Ακροκόρινθος όπως και οι άλλες πόλεις της επικράτειας του Σγουρού, το Άργος και το Ναύπλιο, συνέχισαν να αντιστέκονται στους Φράγκους για λίγο ακόμα με τη βοήθεια των δυνάμεων του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Φραγκοκρατία (1212-1389)

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας, ακολούθησε η κατάκτηση και του μεγαλύτερου μέρους της υπόλοιπης Ελλάδας.

Το 1205 το Ναύπλιο πολιορκήθηκε από τον «βασιλέα» Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο, μαρκήσιο του Μομφερά (Bonifacio del Monferrato). Ο Βονιφάτιος ήταν εκ των αρχηγών της Δ’ Σταυροφορίας που πήρε στη διανομή των εδαφών τα δικαιώματα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η Πελοπόννησος είχε αποδοθεί στους Ενετούς, οι οποίοι όμως δεν είχαν επαρκείς χερσαίες δυνάμεις, έτσι ο Βονιφάτιος ανέλαβε να καταλάβει τον Μοριά για λογαριασμό τους. Όμως το Ναύπλιο και οι άλλες πόλεις του Σγουρού (Άργος, Ακροκόρινθος) αντιστάθηκαν με επιτυχία και γλύτωσαν σε εκείνη την περίσταση, καθώς ο Βονιφάτιος αναγκάστηκε να αποχωρήσει επειδή ξέσπασε επανάσταση κατά των Φράγκων στη Θεσσαλονίκη.

Τελικά το Ναύπλιο παραδόθηκε το 1210 μετά από επίμονη πολιορκία για πάνω από ένα χρόνο στον πρίγκιπα Αχαΐας Γοδεφρείδο Α’ Βιλλεαρδουίνο, χάρη και στη βοήθεια από 4 βενετσιάνικες γαλέρες που απέκλεισαν το Ναύπλιο από τη θάλασσα.

Οι νεοκατακτηθείσες από τους Φράγκους περιοχές του Μοριά – Κόρινθος, Άργος, Ναύπλιο – παραχωρήθηκαν το 1212 από τον Βιλλεαρδουίνο στον σύμμαχό του Μέγα Κύρη (Sire) των Αθηνών Όθωνα Ντελαρός (Otto de la Roche) ως ανταμοιβή για τη βοήθεια που του πρόσφερε ο Ντελαρός στην επικράτησή του στον θρόνο του πριγκιπάτου.

Με βάση τη συμφωνία παράδοσης, οι Φράγκοι κατέλαβαν το κεντρικό επίπεδο όπου διαμορφώθηκε το Φράγκικο κάστρο ενώ οι Έλληνες κράτησαν το δυτικό τμήμα («και το άλλο το αχαμνότερον να το κρατούν οι Ρωμαίοι») όπου παρέμεινε το Ρωμαίικο κάστρο. (Εδώ να υπενθυμίσουμε για μια ακόμη φορά, ότι μέχρι τον 15ο αιώνα η πόλη του Ναυπλίου περιοριζόταν στον οικισμό επάνω στους δύο μεγάλους βράχους, δεν υπήρχε η πόλη πιο χαμηλά, όπως την ξέρουμε σήμερα).
Από νωρίς, οι Φράγκοι φρόντισαν για την ενίσχυση του Φράγκικου κάστρου (φωτ.2) το οποίο διαχωρίστηκε από το Ρωμαίικο με ένα διατείχισμα στη δυτική του πλευρά ενισχυμένο με τετράγωνο πύργο (του οποίου τα θεμέλια είναι ορατά σήμερα, φωτ.29). Στο κάστρο των Φράγκων, που έγινε το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο, κατασκευάστηκαν κατοικίες των αρχόντων, δεξαμενές και έγινε εκσυγχρονισμός της οχύρωσης, ενώ στο Ρωμαίικο δεν έγιναν αξιόλογες παρεμβάσεις. Οι Φράγκοι αναδιαμόρφωσαν επίσης το ανατολικό τείχος του παλιού κάστρου με τη μετασκευή των βυζαντινών πύργων τους οποίους ενίσχυσαν και μετέτρεψαν από κυκλικούς σε πολυγωνικούς.

Το 1290 ο πρίγκιπας Αχαΐας Φλωρέντιος του Αινώ υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο. Αντανακλώντας το κλίμα συμφιλίωσης εκείνων των ημερών, η πύλη του φράγκικου κάστρου της Ακροναυπλίας διακοσμήθηκε από ένα μείγμα ελληνικών και φράγκικων συμβόλων: με τοιχογραφίες βυζαντινού ρυθμού με παραστάσεις Αγίων της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και εμβλήματα των Παλαιολόγων και του Δουκάτου των Αθηνών. Η πύλη ονομάστηκε «Πύλη της Ειρήνης». Τα έξοδα για αυτή την εντυπωσιακή κατασκευή κάλυψε ο βάιλος του δουκάτου των Αθηνών Ούγος της Βρυέννης (που ήταν και επίτροπος του ανήλικου δούκα).

Οι Ντελαρός έμειναν κύριο της Αργολίδας μέχρι το 1308, οπότε οι κτήσεις τους (μαζί και η Ακροναυπλία) πέρασαν στον οίκο της Βρυέννης (Brienne), όταν ο τελευταίος άρρην Ντελαρός πέθανε άκληρος και τον διαδέχθηκε ο εξάδελφός του (γιος της Ισαβέλας ντε λα Ρος) Γκωτιέ ντε Μπριέν. Το 1311 ο δούκας Γκωτιέ Ε’ ντε Μπριέν σκοτώθηκε στη μάχη του Κηφισού, όταν οι Φράγκοι ηττήθηκαν κατά κράτος από την Καταλανική Εταιρεία. Την επόμενη περίοδο, και για πάνω από 7 δεκαετίες, το Δουκάτο των Αθηνών ήταν υπό τον έλεγχο των Καταλανών, αλλά το Άργος και το Ναύπλιο παρέμειναν στα χέρια των Μπριέν.
Αυτό δεν υπήρξε καθόλου εύκολο, επειδή οι Καταλανοί έκαναν συχνά προσπάθειες προσάρτησης, αλλά η χήρα του Γκωτιέ Ιωάννα του Σατιγιόν χειρίστηκε με επιδεξιότητα τη δύσκολη κατάσταση εξασφαλίζοντας βοήθεια από τους Γάλλους, το Ανδευγαυικό βασίλειο της Νάπολης και από τον Πάπα. Παράλληλα, ανέθεσε τη διοίκηση των τιμαρίων Άργους και Ναυπλίου στον ικανό Γκωτιέ Φουρσελόρ (Gautier de Fourcherolles) βαρόνο του Ζόγια (άγνωστη βαρονία κάπου στην Αργολίδα). Το 1324 μετά τον θάνατο του Γκωτιέ Φουρσελόρ, τη διαχείριση ανέλαβε ο ανιψιός του Νικολό Φουρσελόρ. Αυτά τα χρόνια, παρά τις σοβαρές εξωτερικές απειλές από Καταλανούς, Βυζαντινούς του Μυστρά και Τούρκους πειρατές, η περιοχή πέρασε μια περίοδο σταθερής ανάπτυξης και ευημερίας.

Το 1356 σκοτώθηκε στη μάχη του Πουατιέ ο τελευταίος των Μπριέν, ο Γκωτιέ ΣΤ’ του Μπριέν (γνωστός και ως Γουϊτιέρος ή Γωτιέρος ή Βαλτέρος της Βρυέννης). Ήταν άτεκνος και τους τίτλους του (που περιελάμβαναν και Ναύπλιο, Άργος) κληρονόμησε η αδελφή του Ισαβέλλα ντε Μπριέν, σύζυγος του Γκωτιέ Γ’ του Ανγκιάν (Gautier III d’Enghien). Η Ισαβέλλα χάρισε τους τίτλους της στην Ελλάδα στον πέμπτο γιο της Γκυ ντ’ Ανγκιάν, ο οποίος το 1357 έγινε βαρόνος Αργολίδας (και επίσης Δούκας Αθηνών, στα χαρτιά) και διόρισε επιτρόπους του στην περιοχή δύο αδέρφια, τους Πέτρο και Αβεράρδο ντε Μέντιτσι (Medici-Ιατρού). Η κακοδιοίκηση των επιτρόπων προκάλεσε την αγανάκτηση του λαού και τελικά ο ντ’ Ανγκιάν, το 1363, αναγκάστηκε να τους διώξει και ανέλαβε ο ίδιος. Λίγο πριν, το 1362, είχε στείλει απεσταλμένους στη Βενετία δια των οποίων δήλωσε την υποταγή του Ναυπλίου στη Βενετία προκειμένου να επιτύχει την υποστήριξη της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στη σύγκρουσή του με τους Καταλανούς (από τους οποίους φιλοδοξούσε να αποσπάσει κάποια μέρα ολόκληρο το δουκάτο Αθηνών του – προσπάθησε αλλά απέτυχε το 1371).

Το 1377, μετά από μια πετυχημένη διακυβέρνηση, πέθανε ο βαρόνος Γκυ ντ’ Ανγκιάν. Τον διαδέχτηκε η ανήλικη κόρη του Μαρία, υπό την επιτροπεία του θείου της Λουδοβίκου, κόμη του Κονβερσάνο, ο οποίος υπέγραψε συμφωνία με τη Βενετία και συγκατατέθηκε στον γάμο της Μαρίας με τον Πέτρο Κορνάρο (Cornaro), Ενετό του Άργους, από πλούσια οικογένεια της Βενετίας. Το ζεύγος έμενε στη Βενετία ενώ ο Λουδοβίκος έκανε κουμάντο στο Ναύπλιο μέχρι το 1381.

Με αυτόν τον τρόπο, το 1377-1378, άρχισε άτυπα η πρώτη περίοδος της Ενετοκρατίας στο Ναύπλιο.

Το 1388 η αρχόντισσα Άργους-Ναυπλίου Μαρία ντ’ Ανγκιάν, μετά τον θάνατο του άντρα της, πούλησε τα δικαιώματά της στην Αργολίδα στους Ενετούς έναντι ετήσιας χορηγίας 700 χρυσών δουκάτων. Όμως πριν προλάβουν να εγκαταστήσουν φρουρά οι Ενετοί, ο Δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος κατέλαβε το Άργος και το Ναύπλιο. Ο Θεόδωρος κατέλαβε τις δύο πόλεις για λογαριασμό, υποτίθεται, του Δούκα των Αθηνών Νέριο Ατσαγιόλι ο οποίος ήταν πεθερός του και ο οποίος ως νέος Δούκας Αθηνών διεκδικούσε τα πατροπαράδοτα δικαιώματα τού δουκάτου στην Αργολίδα. Οι Βυζαντινοί κράτησαν το Άργος μέχρι το 1394, αλλά το Ναύπλιο παραδόθηκε από τους κατοίκους του στους Ενετούς σχεδόν αμέσως, το 1389.

Αυτή είναι η χρονιά που αρχίζει, επίσημα πλέον, η εποχή της Ενετοκρατίας για την Ακροναυπλία.
Α’ Ενετοκρατία (1389-1540)

Το κύριο χαρακτηριστικό της αρχής της Ενετοκρατίας ήταν οι φοβερές επιδρομές των Τούρκων στην Πελοπόννησο κατά τις οποίες πάντως το Ναύπλιο κατόρθωσε να μείνει αλώβητο (σε αντίθεση με το γειτονικό Άργος που οι Τούρκοι το ερήμωσαν τον Μάιο του 1397). Η εντατική ενίσχυση των οχυρώσεων στην Ακροναυπλία ξεκίνησε πολύ αργότερα, μετά το τέλος του Α’ Ενετοτουρκικού πολέμου (1470) και ενώ ήδη οι Ενετοί είχαν σοβαρότατες εδαφικές απώλειες έχοντας χάσει από τους Τούρκους οριστικά το Άργος (1463) και τη Χαλκίδα (1470).

Στο Ναύπλιο εστάλη ως αρμοστής (podestà) ο Bιτόρε Πασκουαλίγκο (Vittore Pasqualigo, 1471-1473), συνοδευόμενος από τον μηχανικό Antonio Gambello. Αυτοί οι δύο είναι υπεύθυνοι για μια σειρά οχυρωματικών έργων που άλλαξαν τη μορφή του Ναυπλίου. Οι επεμβάσεις εκείνης της εποχής που έλαβαν υπόψη τις νέες απαιτήσεις στην οχυρωματική τεχνολογία λόγω της καινοφανούς χρήσης της πυρίτιδας και των κανονιών είναι οι εξής:

• Κατασκευάστηκε ένα τρίτο κάστρο στην Ακροναυπλία στο πιο χαμηλό και πιο ανατολικό από τα 3 υπερυψωμένα επίπεδα της χερσονήσου. Πρόκειται για το λεγόμενο κάστρο των Τόρων (από το torus=ύψωμα). Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1470 και ολοκληρώθηκε προς το τέλος του αιώνα. Το εσωτερικό αυτού του κάστρου καταλαμβάνεται σήμερα από το κουφάρι του εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου Ξενία (φωτ.1,3). Στη βορειοανατολική γωνία του κάστρου των Τόρων σώζεται επιβλητικός κυκλικός προμαχώνας (φωτ.3,24,26) που χτίστηκε μεταξύ των ετών 1493-1519.

• Κατασκευάστηκε το φρούριο Μπούρτζι στη βραχονησίδα των Αγίων Θεοδώρων για την προστασία του λιμανιού (έναρξη κατασκευής 1471).

• Ενισχύθηκαν οι παλιές οχυρώσεις στο Ρωμαίικο και στο Φράγκικο κάστρο. Η υπερυψωμένη πλευρά του φράγκικου κάστρου ενισχύθηκε με ένα εγκάρσιο τείχος, τη λεγόμενη τραβέρσα Γκαμπέλο και ενισχύθηκε με έναν ημικυκλικό πύργο που προστάτευε την πύλη (φωτ.4,5,6,8).
Ορόσημο εκείνης της εποχής υπήρξε η επέκταση της πόλης πιο χαμηλά, προς βορρά, στη θάλασσα, με την τεχνική των προσχώσεων και θεμελιώσεων σε ξύλινους πασσάλους. Ήταν μια τεχνική που είχε εφαρμοστεί ευρέως στην ίδια τη Βενετία και για το λόγο αυτό ο τότε Προνοητής Bartolomeo Minio ζήτησε το 1479 από τη μητρόπολη να του στείλουν έμπειρους βενετσιάνους μαστόρους. Το εγχείρημα υπήρξε πολύ πετυχημένο και με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε, μετά το 1480, ένα παραθαλάσσιο πλάτωμα βόρεια και κάτω από τα βράχια της Ακροναυπλίας στο οποίο αναπτύχθηκε η «Κάτω Πόλη» (το σημερινό ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου). Εκεί μετακόμισαν σιγά σιγά οι αρχές της πόλης και το εμπορικό κέντρο. Παράλληλα κατασκευάστηκαν δίκτυα υδροδότησης και αποχέτευσης, πολύ προηγμένα για την εποχή και για τα τότε ελληνικά δεδομένα.

Εννοείται πως η Κάτω Πόλη προστατευόταν από τείχη και προμαχώνες που άρχισαν να χτίζονται μετά το 1502. Υπήρχε ένα επιθαλάσσιο τείχος στη βόρεια πλευρά (εκεί που είναι σήμερα η λεωφόρος Αμαλίας) με 3 θαλάσσιες πύλες. Ένα μικρό ανατολικό τείχος επιτηρούσε τη μοναδική πρόσβαση από τη στεριά, στο λαιμό της χερσονήσου, και προστατευόταν από θαλάσσια τάφρο (βασικά στο σημείο εκείνο δεν είχε επιχωματωθεί μια λωρίδα θάλασσας). Στη μέση του ανατολικού τείχους δημιουργήθηκε η «Πύλη της Ξηράς» (Porta di Terraferma, φωτ.25,26). Το λιμάνι προστατευόταν αρχικά από τον προμαχώνα αγίας Τερέζας ή Μόσχου που βρισκόταν στο βορειότερο σημείο της επιχωματωμένης χερσονήσου (σήμερα πλατεία Φιλελλήνων). Η κατασκευή της κάτω πόλης και της οχύρωσής της υποβάθμισε σημαντικά τη σημασία των παλιών οχυρώσεων στους βράχους της Ακροναυπλίας, ενώ ο οικισμός εκεί πάνω άρχισε να φθίνει.

Μια ένδειξη για την αυξανόμενη σπουδαιότητα του Ναυπλίου είναι ότι από τη δεκαετία του 1470 ο τίτλος του κυβερνήτη της πόλης αναβαθμίστηκε από Podesta (Αρμοστής) σε Provveditore (που αποδίδεται ως Προνοητής ή Προβλεπτής ή Προβεδούρος).

Τον Φεβρουάριο του 1493 η Σύγκλητος της Βενετίας προχώρησε σε νέα αναδόμηση του διοικητικού σχήματος της πόλης, αυτή τη φορά κατά το πρότυπο της διοίκησης των ενετικών λιμανιών της Μεθώνης και της Κορώνης. Έτσι διορίστηκαν στο Ναύπλιο δύο κυβερνήτες: ο ένας με τους τίτλους του καπιτάνου και προνοητή και ό άλλος με τους τίτλους του ρέκτορα και προνοητή. Αυτή όμως η διαρχία προκάλεσε σοβαρά προβλήματα και το σχήμα εγκαταλείφθηκε μετά από λίγα χρόνια. Από το 1519 και μέχρι το τέλος της ενετοκρατίας το κυβερνητικό σχήμα είχε έναν επικεφαλής με τους τίτλους του βάιλου και του καπιτάνου, ο οποίος πλαισιωνόταν από δύο υψηλόβαθμους συμβούλους.

Στο μεταξύ στο Ναύπλιο παρατηρείται οικονομική ανάπτυξη και πληθυσμιακή έκρηξη ειδικά μετά το 1500 όταν πήραν το δικαίωμα του πολίτη της ενετικής δημοκρατίας όλοι όσοι διέμεναν εκεί πάνω από 7 χρόνια.

Στο μεταξύ οι Τούρκοι έκαναν κατά καιρούς προσπάθειες κατάληψης του Ναυπλίου. Το είχαν υπό καθεστώς πολιορκίας την περίοδο 1463-79 και ξανά το 1500-1503. Εδώ ας σημειωθεί ότι κατά τον 16ο αιώνα η έκταση της πόλης είχε περιοριστεί στη χερσόνησο και επιζούσε μόνο χάρη στον εφοδιασμό της από τη θάλασσα μη έχοντας πλέον πρόσβαση στον αργολικό κάμπο. Ο Κασίμ πασάς το 1537-1539 καινοτόμησε ανεβάζοντας κανόνια πάνω στον λόφο Παλαμηδίου και κανονιοβολώντας από εκεί τις οχυρώσεις της Ακροναυπλίας, αλλά η πόλη άντεξε.

Τελικά το Ναύπλιο παραδόθηκε στους Τούρκους το 1540, όχι τόσο λόγω του ασφυκτικού αποκλεισμού, όσο επειδή η Ενετοί είχαν ηττηθεί στα άλλα μέτωπα του Γ’ Ενετοτουρκικού πολέμου.
Α’ Τουρκοκρατία (1540-1686)

Το Ναύπλιο παραδόθηκε στους Τούρκους το 1540 με τη συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στο τέλος του Γ’ Ενετοτουρκικού πολέμου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο κάστρο κατοικούσε η φτωχολογιά –Τούρκοι και Χριστιανοί– ενώ οι κατοικίες των αξιωματούχων και των πλουσίων ήταν στην Κάτω Πόλη. Οι Τούρκοι ονόμαζαν την Ακροναυπλία «Ιτς Καλέ» (ακρόπολη).

Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί, που επισκέφθηκε την πόλη το 1668, αναφέρει ότι στο κάστρο της Ακροναυπλίας υπήρχαν πολλά σπίτια και ένα μεγάλο τζαμί, το Φετχιέ, το οποίο ήταν αρχικά χριστιανικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ανδρέα, στην κορυφή του λόφου.

Την περίοδο αυτή υπάρχουν λίγες σχετικά προσπάθειες ενίσχυσης της οχύρωσης του κάστρου. Η πιο σημαντική προσθήκη υπήρξε η κατασκευή ενός αυτόνομου οχυρωματικού συγκροτήματος με κυκλικό προμαχώνα στην προεξέχουσα βορειοδυτική άκρη της χερσονήσου, πάνω στη θάλασσα. Στον προμαχώνα αυτόν τοποθετήθηκαν αργότερα από τους Ενετούς 5 κανόνια κατασκευής Almergeti και γι’ αυτό του έμεινε το όνομα «Πέντε Αδέρφια».

Από αυτήν την περίοδο θεωρείται ότι σώζεται το παλαιό τζαμί γνωστό ως «Τριανόν» που διατηρείται σε καλή κατάσταση στο κέντρο του Ναυπλίου.
Β’ Ενετοκρατία (1686-1715)

Κατά τον Στ’ Ενετοτουρκικό πόλεμο, οι Ενετοί υπό τον Μοροζίνι ανακατέλαβαν μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και στις 2 Σεπτεμβρίου 1686 κατέλαβαν μετά από σκληρές μάχες το Ναύπλιο. Το Ναύπλιο έγινε πρωτεύουσα του ενετικού «βασιλείου του Μωρέως» (Regno di Morea).

Ο Μοροζίνι με διάταγμα του το 1686, έδιωξε όλους τους κατοίκους της Ακροναυπλίας, γκρέμισε όλα τα σπίτια και το κάστρο χρησιμοποιήθηκε πλέον αποκλειστικά για στρατιωτικούς σκοπούς. Η Ακροναυπλία δεν θα έχει μόνιμους κατοίκους ποτέ ξανά.

Λίγο αργότερα οι Ενετοί προχώρησαν στην ανακατασκευή της Πύλης της Ξηράς (είσοδος της οχυρής Κάτω Πόλης), σε σχέδιο του μηχανικού Lassale, και για την προστασία της κατασκευάζονται οι προμαχώνες Grimani (από το όνομα του τότε Προβλεπτή) ή San Antonio στα νότια και Dolfin ή San Marco (επί διοικήσεως Daniele Dolfin, 1701-1704), στα βόρεια (ο οποίος ενσωμάτωσε τον πύργο Contarini της Α’ Ενετοκρατίας).

Επιπλέον, τον καιρό του προβλεπτή Alvise Mocenigo (1709-1711) κατασκευάστηκε ο προμαχώνας Mocenigo ή San Sebastiano καθώς οι επιχώσεις επεκτάθηκαν έξω από τα παραθαλάσσια τείχη.

Το 1713 κατασκευάστηκε και η Πύλη του Σαγρέδου, στα βόρεια του Ρωμέικου κάστρου, που επέτρεπε την πρόσβαση του στρατού από την κάτω πόλη στην Ακροναυπλία. Επίσης, το 1713 ανεγέρθηκε επί Σαγρέδου η Αποθήκη του Στόλου (arsenale), το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Πλατεία Συντάγματος.

Και βέβαια τη περίοδο 1711-1714 κατασκευάστηκε το φρούριο του Παλαμηδίου εξαιτίας του οποίου η σημασία του κάστρου της Ακροναυπλίας υποβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο.

Οι Ενετοί είχαν περί πολλού το Ναύπλιο και το θεωρούσαν στολίδι των ανατολικών κτήσεών τους. Όπως αναφέρει ο ιστορικός της πόλης Λαμπρυνίδης (1898): «Άπαντες οι σύγχρονοι Ενετοί χρονογράφοι διά των κοσμητικωτέρων επιθέτων εξαίρουσι την πόλιν του Ναυπλίου αποκαλούντες αυτήν “την περιφημοτέραν των πόλεων της Ανατολής, την ευγενεστέραν και θαυμασιωτέραν και ωραιοτέραν πόλιν, το πρωτεύον φρούριον του ανθηρού βασιλείου της Πελοποννήσου” (“La più famosa de tutte le cità, la più nobile, la più splendida e bella cità, la capital piazza del florido regno della Morea”)»
Β’ Τουρκοκρατία (1715-1822)

Οι Τούρκοι έδιωξαν τους Ενετούς από την Πελοπόννησο το 1715 και την ίδια χρονιά ανακατέλαβαν και το Ναύπλιο. Το 1718 το Ναύπλιο έγινε πρωτεύουσα του σαντζακίου του Μοριά. Αυτό ίσχυε μέχρι το 1786, οπότε η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Τρίπολη.

Από τότε το Ναύπλιο μαράζωσε. Ο πληθυσμός το 1799 (μετά και από μια μεγάλη επιδημία πανώλης) ήταν 7.000, κυρίως Μουσουλμάνοι με λίγους Εβραίους, Έλληνες και Αρμενίους (ενώ το 1715 ο πληθυσμός ήταν 60.000 χωρίς καθόλου Μουσουλμάνους).

Το 1730 χτίστηκε το τζαμί του Αγά πασά στο Ναύπλιο το οποίο 100 χρόνια αργότερα –από το φθινόπωρο του 1825 μέχρι την Άνοιξη του 1826– χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Κοινοβουλίου του Νεοελληνικού κράτους και σώζεται ακόμα με το όνομα «Βουλευτικόν».

Το 1779, ο Χασάν Τζεζαϊρλή πασάς, στα πλαίσια της αντιμετώπισης των ορδών των Αλβανών που λεηλατούσαν την Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά, κατόρθωσε να τους αιχμαλωτίσει και τους εξοντώσει ρίχνοντάς τους από το Παλαμήδι. Από τότε η ακτή αυτή, στη νότα πλευρά της Ακροναυπλίας ονομάζεται «Αρβανιτιά».
Νεώτεροι Χρόνοι (μετά το 1822)

Τη νύχτα της 30ης Νοεμβρίου του 1822 οι Έλληνες υπό τον Στάικο Σταϊκόπουλο κατέλαβαν το Παλαμήδι και με τα κανόνια του άρχισαν να κανονιοβολούν την Ακροναυπλία. Στις 3 Δεκεμβρίου, 3 ημέρες αργότερα, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν και το κάστρο της Ακροναυπλίας στον αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο οποίος τοποθέτησε πρώτο φρούραρχο του κάστρου τον Σπετσιώτη Αναστάσιο Κουτρουμπή.

Μετά την απελευθέρωση, το Ναύπλιο ορίστηκε πρωτεύουσα της Ελλάδας. Παρέμεινε πρωτεύουσα μέχρι το 1834.

Στις 7 Ιανουαρίου 1828, αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο ο Ιωάννης Καποδίστριας πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, στον οποίο οφείλονται πολλά έργα, όπως η πρώτη Σχολή Ευελπίδων, η Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα κλπ. Επίσης, το 1829, μερίμνησε για τη συντήρηση και ανοικοδόμηση τμημάτων του κάστρου και ανήγειρε στην Aκροναυπλία μεγάλο στρατώνα (στον χώρο του παλιού Ρωμαίικου κάστρου εκεί όπου αργότερα έγινα οι φυλακές και πιο μετά το δεύτερο Ξενία), καθώς και στρατιωτικό νοσοκομείο (στο σημείο όπου βρισκόταν το κάστρο των Τόρων και όπου αργότερα ανεγέρθηκε το Ξενία). Ο Καποδίστριας, όπως είναι γνωστό, φονεύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 στο Ναύπλιο ενώ έμπαινε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.

Στις 25 Ιανουαρίου 1833 αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο ο πρώτος Βασιλιάς των Ελλήνων Όθωνας. Το Ναύπλιο έπαψε να είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας με βασιλικό διάταγμα τον Σεπτεμβρίου 1834, που υπογράφτηκε από την Αντιβασιλεία Αρμανσμπέργκ Κόμπελ και Εύδεκ, οπότε ο Όθωνας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Τα θαλάσσια τείχη της Κάτω Πόλης κατεδαφίστηκαν το 1867, για να δημιουργηθεί η λεωφόρος Αμαλίας. Το 1894-5 κατεδαφίστηκαν τα ανατολικά τείχη στον λαιμό της χερσονήσου και επιχωματώθηκε η τάφρος ώστε να κατασκευαστεί σιδηροδρομικός σταθμός.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, πάνω στο φρούριο κτίσθηκαν μεγάλοι στρατώνες πεζικού, στρατιωτικές φυλακές καθώς και μεγάλες υπόγειες δεξαμενές συλλογής ομβρίων υδάτων. Την εποχή εκείνη η Ακροναυπλία αποτελούσε το κέντρο στρατωνισμού της Πελοποννήσου.

Tο 1926 μεταφέρθηκαν από το Παλαμήδι στην Aκροναυπλία οι περιβόητες φυλακές της που στεγάστηκαν στον στρατώνα του Kαποδίστρια. Έτσι προέκυψαν οι «φυλακές του Αναπλιού» που υπήρξε η μία από τις 2 πιο περιβόητες φυλακές της Ελλάδας (η άλλη ήταν το Γεντί Κουλέ). Το 1937, επί Μεταξά, οι φυλακές Aκροναυπλίας έγιναν και πολιτικές. Λειτούργησαν εκεί μέχρι το 1960 περίπου.

Το 1929 κατεδαφίστηκε «για να ανοίξει ο χώρος» ο επιβλητικός προμαχώνας Dolfin (στη βόρεια πλευρά του λαιμού της Ακροναυπλίας) και ο άλλος μεγάλος ενετικός επιθαλάσσιος προμαχώνας, ο προμαχώνας Mocenigo για να κτιστεί στη θέση του το Α’ Δημοτικό σχολείο και ο Γυμνάσιο Ναυπλίου. Μέχρι τότε ο εν λόγω προμαχώνας φιλοξενούσε, από την ίδρυση σχεδόν τού Νέου Ελληνικού κράτους, το οπλοστάσιο του στρατού όπου συναρμολογούσαν όπλα και γινόταν παραγωγή πυρομαχικών και στρατιωτικών εφοδίων.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο ανώτερο σημείο της Ακροναυπλίας κατασκευάστηκαν βάσεις αντιαεροπορικών πυροβόλων για την κατασκευή των οποίων ισοπεδώθηκε μια μεγάλη έκταση του αρχαιολογικού χώρου.

Το 1960, με ΦΕΚ, η Ακροναυπλία χαρακτηρίστηκε «Τουριστικό Δημόσιο Κτήμα» και αποφασίστηκε, με την έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, η κατασκευή ξενοδοχείων στους βράχους της Ακροναυπλίας. Το 1961 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Ξενία που κατέλαβε τον χώρο του στρατώνα του Καποδίστρια που είχε κτιστεί μέσα στο κάστρο των Τόρων (το ξενοδοχείο αυτό παραχωρήθηκε σε ιδιώτη το 2000, αλλά σήμερα στέκεται εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο). Το 1971 κτίστηκε στη βορειοδυτική πλευρά, που ήταν παλιά οι φυλακές του Αναπλιού, ένα δεύτερο Ξενία, το Ξενία Παλλάς που λειτουργεί μέχρι σήμερα (με άλλο όνομα). Για την κατασκευή του καταστράφηκε ό,τι δεν είχε καταστραφεί ως τότε από το Ρωμαίικο κάστρο.

Η πρόσβαση στην Ακροναυπλία γίνεται από την παλιά πόλη του Ναυπλίου μέσω ενός ασφαλτόδρομου που ακολουθεί τη διαδρομή της παλιάς τάφρου γύρω από τον προμαχώνα Grimani.


ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ