Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στα γραφεία της Τοπικής του ΠΑΣΟΚ στο Ναύπλιο (ήταν ακόμα στην οδό Θεσσαλονίκης).
«Σκοτώσανε τον Παναγούλη»
«Να απαντήσουμε με συνθήματα … ο Παναγούλης ζει»
Εκεί άρχισαν οι διαφωνίες: Το «ζει» γράφεται έτσι, ή «ζη» (και με υπογεγραμμένη).Τ
ελικά, δεν είμαστε οι μόνοι.
Η φωτό από την κηδεία του Παναγούλη το επιβεβαιώνει. Οι απόψεις για το «ζει» ήταν μοιρασμένες, γιατί ακόμα δεν είχαμε ξεπεράσει την καθαρεύουσα.
Ποιος ήταν ο Αλέκος Παναγούλης;
Επειδή οι νεότεροι δεν τον έχουν ακουστά, παρά σαν όνομα οδού σε προάστεια της Αθήνας, σκέφτηκα να γράψω μερικά.
Κατ’ αρχήν ο Αλέκος Παναγούλης δεν ήταν ούτε Αριστερός, ούτε ΠΑΣΟΚ. Ήταν ανεξάρτητος βουλευτής, είχε εκλεγεί με την «Ένωση Κέντρου- Νέες Δυνάμεις» στην Β΄Αθηνών και είχε αποχωρήσει.
Προερχόταν από την προδικτατορική νεολαία της Ενώσεως Κέντρου (ΟΝΕΚ, που μετονομάστηκε σε ΕΔΗΝ). Ήταν επικεφαλής της παράταξης στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, ως σπουδαστής της σχολής Ηλεκτρολόγων-Μηχανολόγων (Μηχανολόγος). Είχε συγκροτήσει εκεί έναν πυρήνα δυναμικών νέων, που προέβαιναν σε πιο «εξτρημ» (για την εποχή) κινητοποιήσεις. Στα πλαίσια όμως της πολιτικής γραμμής του κόμματος (διμέτωπος αγώνας, ανένδοτος κλπ.). Έχαιρε της υποστήριξης μελών της ηγεσίας της νεολαίας (Γιώτας, Βερυβάκης, Ν. Κωνσταντόπουλος) οι οποίοι του παρείχαν την αναγκαία νομική υποστήριξη γιατί συχνά οδηγείτο στο δικαστήριο.
Δεν είναι βέβαιο ότι πήρε πτυχίο.
Το 1967 είχε παρουσιαστεί στον στρατό. Μόλις έγινε το πραξικόπημα της 21 Απριλίου λιποτάκτησε (ένας από τους ελάχιστους που είχαν τέτοιο θάρρος). Καταφέρνει να διαφύγει στην Κύπρο.
Εκεί βρήκε απροσδόκητους συμμάχους. Η Χούντα είχε ήδη συμφωνήσει με τους Τούρκους, κατόπιν απαίτησης του ΝΑΤΟ, να φύγει από το νησί η Ελληνική Μεραρχία. Ήταν ολοφάνερο ότι κάποιοι ήθελαν τον αφοπλισμό των Ελλήνων, για να προχωρήσουν τα σχέδια του ΝΑΤΟ και των Τούρκων. Ο Παναγούλης εκμεταλλεύτηκε το γεγονός αυτό και ήρθε σε επαφή με την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της Κύπρου: τον Πολύκαρπο Γεωρκάτζη.
(Αναγκαία παρένθεση. Ο Πόλυ Γιωρκάτζης ήταν παλιός οπλαρχηγός της ΕΟΚΑ με συμμετοχή σε πλήθος ένοπλες επιχειρήσεις κατά τον αντιαποικιακό αγώνα 1955-59. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τον είχε στην Κυβέρνηση ως υπερυπουργό -Εσωτερικών, Δημ. Τάξεως και Άμυνας- διατηρούσε ένοπλες παρακρατικές ομάδες για αγώνα κατά των Τουρκοκυπρίων και επιτηρούσε τον αποκλεισμό των κομμουνιστών από διορισμούς στον δημόσιο Τομέα – ούτε ένας του ΑΚΕΛ δεν είχε προσληφθεί στην Αστυνομία!!-. Δολοφονήθηκε υπό «άγνωστες συνθήκες» το 1970 ενώ είχε ήδη παραιτηθεί από υπουργός. Η χήρα του παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον μετέπειτα Πρόεδρο της Κύπρου, Τάσσο Παπαδόπουλο και την είδαμε στο Ναύπλιο, όταν δόθηκε το όνομα του δεύτερου άντρα της σε πλατεία πίσω από το 4ο Δημοτικό Σχολείο.)
Ο Γεωρκάτζης βόηθησε τον Παναγούλη να εκπαιδευτεί στα εκρηκτικά και να βγάλει ψεύτικο διαβατήριο. Ήρθε στην Ελλάδα κρυφά το καλοκαίρι του 1968 και τοποθέτησε εκρηκτικό μηχανισμό κάτω από ένα γεφυράκι (οχετό απορροής ομβρίων) στην παραλιακή λεωφόρο προς Λαγονήσι. Η απόπειρα απέτυχε για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η βόμβα έσκασε μόλις είχε περάσει στα είκοσι μέτρα το αυτοκίνητο του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Συνελήφθη. Βασανίστηκε για να ομολογήσει συνεργάτες. Άντεξε τα βασανιστήρια. Δεν έδωσε κανέναν. Μαζί του δικάστηκαν ως συνεργάτες μερικά στελέχη της ΕΔΗΝ (οι μετέπειτα βουλευτές Βερυβάκης και Γιώτας –υπουργοί επί ΠΑΣΟΚ- και Κλωνιζάκης –Δήμαρχος Χανίων).
Καταδικάστηκε εις θάνατον, αλλά ο Παπαδόπουλος μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια. Δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια. Έκανε τρεις απόπειρες απόδρασης…. Κάθε μία θα μπορούσε να αποτελέσει σενάρια κινηματογραφικής ταινίας. Είχε γίνει θρύλος.
Στη διάρκεια της φυλάκισης του έγραψε ποιήματα. Μερικά, όταν δεν είχε στυλό, έκοβε τις φλέβες του και χρησιμοποιούσε το αίμα για μελάνι !!!!! Κάποια τα μελοποίησε ο Θεοδωράκης και είναι στα «Τραγούδια του αγώνα».
Το καλοκαίρι του 1973 – μετά το νόθο δημοψήφισμα- ο Παπαδόπουλος μόλις αυτοδιορίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε γενική αμνηστία. Ο Παναγούλης απελευθερώθηκε. Έφυγε για την Ιταλία. Η υγεία του ήταν σοβαρά κλονισμένη. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ενεργοποιήθηκε και πάλι, κρατώντας αποστάσεις από το ΠΑΚ και τον Αντρέα Παπαντρέου (και από την Αριστερά).
Με την Μεταπολίτευση ήρθε στην Αθήνα. Βρήκε να γίνονται πολιτικές συζητήσεις για το νέο πολιτικό σκηνικό. Οι αντιστασιακές δυνάμεις που προερχόντουσαν από το προδικτατορικό Κέντρο είχαν χωριστεί στα δύο. Το ΠΑΚ και η «Δημοκρατική Άμυνα» προσανατολίζονταν στην ίδρυση νέου πολιτικού φορέα, του ΠΑΣΟΚ, ενώ οι υπόλοιποι ίδρυσαν την «Κίνηση Νέων Πολιτικών Δυνάμεων», που ενώθηκε με την πλειοψηφία των προδικτατορικών βουλευτών και σχημάτισαν την ΕΚ-ΝΔ, με αρχηγό τον Γεώργιο Μαύρο.
Ο Παναγούλης κράτησε μια μοναχική πορεία. Επανίδρυσε με τους φίλους του την ΕΔΗΝ και κατέβηκε με την ΕΚΝΔ στην Β΄ Αθήνας. Εκλέχτηκε.
Μέσα στη Βουλή υπήρξε μια παραφωνία. Έβαλε ως πρωταρχικό στόχο την αποχουντοποίηση. Για να το πετύχει έπρεπε να βρει ποιοι συνεργάστηκαν με τη Χούντα. Η διαδικασία αυτή ενώ ξεκίνησε σαν μια λογική αντίδραση, από έναν άνθρωπο που είχε σκληρά βασανιστεί, οδήγησε σε περίεργα συμπεράσματα. Άρχισε να ανακαλύπτει τις υπόγειες διαδρομές – ανάμεσα πολιτικό κατεστημένο, ξένο παράγοντα και Χούντα- και συνωμοσίες που οδήγησαν και διατήρησαν στην εξουσία τη δικτατορία.
Πρώτη αποκάλυψη ήταν ότι ο δημοκρατικός συνταγματολόγος Δημήτριος Τσάτσος (βουλευτής του ίδιου με αυτόν κόμματος, της ΕΚΝΔ, που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε ΕΔΗΚ) είχε συνεργαστεί στη σύνταξη του πρώτου χουντικού συντάγματος. Αυτό τον οδήγησε να ανεξαρτητοποιηθεί σαν Βουλευτής αποχωρώντας από την ΕΔΗΚ.
Το βράδυ των επεισοδίων στις 21/4/1975, ο Παναγούλης βγήκε από την Βουλή, βρήκε μια αιμόφυρτη από την αστυνομική βία, διαδηλώτρια – φοιτήτρια, άγνωστή του, και την έφερε για να την περιθάλψει μέσα στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Άφωνοι παρακολούθησαν την κίνησή του.
Δεύτερη αποκάλυψη: βρήκε πού μια οργάνωση πρώην ΕΣΑτζήδων, έκρυβε το αρχείο του διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ (και αρχιβασανιστή) Χατζηζήση. Ο Παναγούλης και οι φίλοι του διέρρηξαν το διαμέρισμα (στην οδό Μητροπόλεως, στην Αθήνα) και πήραν το αρχείο.
Από αυτό βγήκαν περίεργες σχέσεις δύο μετέπειτα Προέδρων της Βουλής (ένας του ΠΑΣΟΚ και ένας του ΣΥΡΙΖΑ) με την Χούντα (!!!!) και ακόμα περισσότερο η στενή συνεργασία του τότε Υπουργού Άμυνας Ευ. Αβέρωφ με τη Δικτατορία. Οι επίσημοι φορείς κράτησαν αποστάσεις από τις αποκαλύψεις, ισχυριζόμενοι ότι περιέχει μη διασταυρωμένα στοιχεία.
Ο Παναγούλης άρχισε να δημοσιεύει. Διοχέτευε πληροφορίες στην «Ελευθεροτυπία» και την «Αθηναϊκή». Τελευταίο του άρθρο ήταν στο "Κυριακάτικο Βήμα", όπου έγραψε ότι «ο μελλοντικός δικτάτορας της Ελλάδας ονομάζεται Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας».
Όλα αυτά τα δημοσιεύματα είχαν γίνει τον Απρίλιο του 1976. Φορτιζόταν επικίνδυνα το πολιτικό κλίμα. Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 1976 το αυτοκίνητό του βρέθηκε να το κυνηγούν άλλα δύο στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Τον στρίμωξαν και έπεσε πάνω σε ένα κλειστό ημιυπόγειο συνεργείο αυτοκινήτων. Τον βρήκαν ετοιμοθάνατο. Δεν πρόλαβαν να τον μεταφέρουν. Έγραψαν οι εφημερίδες πως υπήρχε σημάδι πυροβολισμού, δεν αποδείχτηκε.
Μετά από τρεις ημέρες εμφανίστηκε ένας περίεργος τύπος ονόματι Στέφας και ισχυρίστηκε πως έβαζαν κόντρα και αθέλητά του τον οδήγησε σε θάνατο. Αμέσως οι εφημερίδες της Δεξιάς τον παρουσίασαν σαν παλιό μέλος του «Ρήγα Φεραίου», αποδείχτηκε πως δεν είχε καν περάσει από εκεί, αλλά ανήκε σε οικογένεια με παράδοση σε παρακρατική βασιλοχουντική δράση.
Αυτό φόρτιζε ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα. Ήταν ολοφάνερη και χοντρόκοπη προσπάθεια συγκάλυψης. Η κηδεία του Αλέκου Παναγούλη έγινε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Οι νεολαίες ΠΑΣΟΚ, ΚΝΕ, «Ρήγας» και όλοι οι αριστεριστές κατέβηκαν σύσσωμες στο α’ Νεκροταφείο. Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος. Είχαμε πάρει τότε «γραμμή» για να φωνάξουμε το νερόβραστο σύνθημα «Τσεβά να γίνεις Σαρτζετάκης» (Τσεβάς ήταν ο εισαγγελέας που είχε αναλάβει την ανάκριση και Σαρτζετάκης ο ανακριτής της υπόθεσης Λαμπράκη, δέκα χρόνια νωρίτερα από τότε. Ο Σαρτζετάκης τότε μόλις είχε επαναπροσληφθεί στο δικαστικό σώμα και είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο). Ο κόσμος όλος είχε διαφορετική άποψη. Επικράτησε το σύνθημα «Αβέρωφ – φασίστα – δολοφόνε».
Ο Στέφας καταδικάστηκε για φόνο από αμέλεια σε εξαγοράσιμη ποινή. Η υπόθεση έκλεισε εκεί. Κανένας δεν τόλμησε να την ξανανοίξει. Το «αρχείο Χατζηζήση» εξαφανίστηκε και ξεχάστηκε. Μια φήμη λέει ότι είχε κατατεθεί από τον ίδιο τον Παναγούλη σε κλειστό φάκελο σε Συμβολαιογραφείο… Δεν έχει αποδειχτεί. Αλλά, και να ανοίξει, έχουν περάσει τόσα χρόνια, που θα είναι αδιάφορο στους περισσότερους.
Το μόνο αποτέλεσμα της δολοφονίας Παναγούλη ήταν ότι σταμάτησε εντελώς η αποχουντοποίηση.