Από τον Κωνσταντίνο Σάμιο
Ο Αγεύς θα έτρεχε για μία και μοναδική φορά στην Ολυμπία. Όμως αυτό που έκανε του ήταν αρκετό για να μπει στο Πάνθεον των Αρχαίων Δρομέων.
Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Όπως φανταζόταν και των άλλων δρομέων. Το βράδυ πριν τον αγώνα σκεφτόταν την αυριανή μέρα με δέος. Ήταν τόσοι άξιοι αντίπαλοι από όλη την Ελλάδα.
Μια Ελλάδα που με την αήττητη στρατιά του Αλέξανδρου είχε ήδη κατακτήσει την Περσική αυτοκρατορία. Τα νέα έφθαναν στις ελληνικές πόλεις κάνοντας όλους τους Έλληνες να αναρωτιούνται: Ως πού μπορεί να φθάσει ο Αλέξανδρος. Ο στρατός… Η αντοχή και η συνεχής πορεία στα βάθη της Ασίας… Άλλωστε αρκετές ήσαν οι πόλεις που είχαν συνδράμει στο εκστρατευτικό σώμα. Πολλοί, είτε από τραυματισμούς, είτε από άλλα αίτια γύριζαν πίσω. Πληροφορώντας τους συμπολίτες τους για την εκπληκτική εκστρατεία. Για τις μάχες. Για τις νίκες. Για την ιδιοφυΐα του Παρμενίωνα. Του γέρο στρατηγού. Για την αποκοτιά του Αλέξανδρου. Για την ακρίβεια των κινήσεων της πιο καλοκουρδισμένης πολεμικής μηχανής που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο κόσμος… και βέβαια για την ακούραστη ως τότε (328 π.Χ.) αήττητη μακεδόνικη φάλαγγα. Ένα σώμα στρατού, περίπου ισοδύναμο μιας σημερινής μεραρχίας που “εκτελούσε” τα αντίπαλα στρατεύματα προελαύνοντας πάντα προς τα εμπρός. Ένα σώμα που δεν γύρισε ποτέ τα νώτα…
Αυτό το ανεπανάληπτο πολεμικό όπλο δεν θα κατόρθωνε ποτέ να φθάσει σ’ αυτή την υψηλή απόδοση αν δεν είχε αναπτύξει από νωρίς (απ’ τα πρώτα παιδικά χρόνια) δύο αρετές που στο επίπεδο της μάχης ήσαν οι κύριες. Είχε εκπληκτικό επίπεδο αντοχής και μια τέλεια συντροφικότητα.
Ο Φίλιππος ζώντας αρκετά χρόνια στη Θήβα παίρνοντας το παράδειγμα του Ιερού Λόχου το εφάρμοσε όταν έγινε Βασιλιάς της Μακεδονίας στα παιδιά των υπηκόων του. Δημιουργώντας σώματα στρατού στο ίδιο ακριβώς του Ιερού Λόχου. Τους βασιλικούς στείρους, την μακεδόνικη φάλαγγα που στηριζόταν ακριβώς στην προστασία που προσέφερε ο διπλανός σου. Με το οποίο από μικρά παιδιά, για χρόνια ολόκληρα γυμναζόσουν, έκανες παρέα, πολέμαγες, είχες σαν συντροφιά. Από την άλλη αυτή η καθημερινή εκγύμναση από τα πρώτα παιδικά χρόνια, δημιούργησε μια ανώτερη φυσική κατάσταση. Μια φυσική κατάσταση που στηριζόταν στην αντοχή, στην κούραση αδιάκοπων πορειών, κακουχιών, ψύχους, ζέστης, δίψας, πείνας, συνεχών μαχών, ορειβασιών και τόσων άλλων φυσικών αντιξοοτήτων.
Αυτή η αδιάκοπη πορεία είχε εξάψει τα μυαλά των Ελλήνων. Η στρατιά των Ελλήνων είχε διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα και δεν έλεγε να σταματήσει. Στα μυαλά των νέων που είχαν μείνει πίσω στις ελληνικές πόλεις η έξαψη, η φαντασία γι’ αυτό που μέχρι πριν λίγα χρόνια φάνταζε αδύνατο, ήταν μεγάλη. Τα ίδια τα παιδιά που ασκούνταν στα γυμναστήρια και τα στάδια ονειρεύονταν ότι θα κατόρθωναν κι αυτά άθλους μεγάλους. Κατορθώματα αντάξια των συνομηλίκων τους που είχαν φθάσει στα βάθη της Ασίας.
Ο Αγείας σκεφτόταν την αυριανή ημέρα… θα τρέξω… θα νικήσω… Κι έπειτα αφού πάρω το στεφάνι, θα πάω εγώ πρώτος στη πατρίδα μου. Στο Άργος, να τους διαμυνήσω τη νίκη μου. Ήξερε τη διαδρομή. Αυτήν άλλωστε την είχε διανύσει ανάποδα για να φθάσει στην Ολυμπία. Οι Ιερείς του Ηραίου του Άργους που γνώριζαν για την Ιερά Γεωμετρία του Ελλαδικού χώρου του είχαν πει ότι η απόσταση ήταν 600 στάδια (115 περίπου σημερινά χιλιόμετρα).
Έδωσε όρκο στον εαυτό του. Αυτός ο Αγείας θα έμενε στην ιστορία… Το πρωί, νικητής στον Δόλιχο δρόμο στην Ολυμπία. Κι έπειτα τρέχοντας όλη την ημέρα, στο σπίτι του. Με το στεφάνι του Ολυμπιονίκου. Και ο κόσμος έπειτα στους δρόμους. Και ο ίδιος στα χέρια των συμπολιτών του. Και το βράδυνα γλέντι, και οι τιμές, από την επόμενη ακριβώς ημέρα. Και η Ιστορία, που θα έγραφε τονίζοντας το εκπληκτικό του κατόρθωμα.
Στάθηκε στην Αφετηρία. Ο σαλπιγκτής σάλπισε… Οι δεκάξι δρομείς ξεχύθηκαν. Ο Αγείας μπήκε μπροστά. Ήθελε να τελειώσει γρήγορα. Ο ρυθμός του εκπληκτικά γρήγορος. Ξεχώρισε. Κάθε βηματισμός και πιο μπροστά. Πιο μπροστά. Στο τέλος κόντεψε να ρίξει ένα στάδιο (γύρο) σε όλους τους δρομείς που τον ακολούθησαν. Ο κόσμος, οι χιλιάδες θεατές τον αποθέωναν…
Έφυγε γρήγορα πηγαίνοντας στους Ελλανοδίκες. Τους παρακάλεσε να του δώσουν το στεφάνι. Αμέσως. Και να μην περιμένουν το τέλος των υπολοίπων αγωνισμάτων, λέγοντας τους τον σκοπό που το ήθελε.
Του το έδωσαν και του ευχήθηκαν να φθάσει υγιής και δυνατός στην πόλη του.
Ο Αγείας βγήκε από το Στάδιο. Ο κόσμος που έμαθε τον σκοπό του, τον κατευόδωσε. Κάποιοι δρομείς τον συνόδεψαν για κάμποσα χιλιόμετρα, κάνοντας του παρέα. Ο ήλιος του καλοκαιριολυ (τέλη Ιουλίου του 328 π.Χ.) έκαιγε. Σταματούσε όπου εύρισκε νερό, πηγές που ίσα – ίσα έτεχε το νεράκι να πιεί. Όπου συναντούσε κανένα αγρόκτημα ζητούσε νερό. Του έδιναν. Τους έκανε εντύπωση το στεφάνι που κρατούσε. Τους έλεγε ότι τον έλεγαν Αγεία από το Άργος και είχε κερδίσει τον Δόλιχο. Κι έτρεχε να πάει στην πατρίδα του.
Κι έτρεχε. Τα λεπτά, οι ώρες, περνούσαν βασανιστικά. Ανέβαινε και κατέβαινε κακοτράχαλα μονοπάτια. Με τα σανδάλια που έδεναν τα πόδια του, να έχουν ταλαιπωρηθεί τόσο. Η διαδρομή αλλού ήταν καλή, αλλού σκληρή. Αλλού υπήρχαν δέντρα που ο ίσκιος προφύλασσε για λίγο το ταλαιπωρημένο κορμί. Αλλού το τοπίο γυμνό. Και ο ήλιος να καίει. Κ εκείνος να συνεχίζει, αποφασισμένος να συνεχίσει και να φθάσει το βράδυ στο σπίτι του.
Ο ίσκιος γύρισε μπροστά του. Άρχισε να απογευματίζει. Ένα ελαφρό αεράκι μετρίασε για λίγο το κάψιμο.
Πλησίαζε στα εδάφη της Αργολίδας Είδε από μακριά τον κατήφορο που οδηγούσε στους εύφορους αμπελώνες της Νεμέας. Η Νεμέα… Ήταν κοντά… Και το Άργος δεν αργούσε. Τα μάτια πλημμύρισαν από δάκρυα. Ήταν σίγουρος τώρα πια Όσο κι αν πονούσαν τα πόδια, κι αν το σανδάλια είχαν κοπεί. Και αν το σώμα είχε καεί από τον ήλιο κι είχε στέγνωσε από την πορεία… Εκείνος θα έφτανε.
Έφθανε στη Νεμέα. Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα βουνά. Οι κάτοικοι της του έδωσαν νερό. Του περιποιήθηκαν τα πόδια τα πληγιασμένα, του έδωσαν καινούργια σανδάλια. Οι δρομείς της πόλης μαζεύτηκαν κοντά του και παίρνοντας τον συνοδεία άρχισαν να κατεβαίνουν προς το Άργος.
Από μακριά φάνηκε το κάστρο του Άργους. Η Ακρόπολη του. Η αρχαία Λάρισσα. Τον εμψύχωναν, δεν είχε ανάγκη. Νύχτωνε… όταν η ομάδα των Δρομέων έχοντας στη μέση τον Αγεία έφθασε στο κέντρο της πόλης, κανένας δει περίμενε να τον δει. Ο Αγείας Νικητής. Ο Αγείας Ολυμπιονίκης, εκεί μπροστά τους Και το πιο σπουδαίο: Από την Ολυμπία στο Άργος. Οι μεγαλύτεροι του φιλούσαν το πόδια, οι νεώτεροι τον αγκάλιαζαν.
Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα, η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια έτρεξαν στο γιο τους. Και η Ιστορία «έγραψε» για τον Αγεία και το Άργος όπως και για τον Δρυμό τον Επιδαύριο ότι νικώντας στα Ολύμπια έτρεξαν στην πατρίδα τους να αναγγείλουν πρώτοι τη νίκη τους.
Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Όπως φανταζόταν και των άλλων δρομέων. Το βράδυ πριν τον αγώνα σκεφτόταν την αυριανή μέρα με δέος. Ήταν τόσοι άξιοι αντίπαλοι από όλη την Ελλάδα.
Μια Ελλάδα που με την αήττητη στρατιά του Αλέξανδρου είχε ήδη κατακτήσει την Περσική αυτοκρατορία. Τα νέα έφθαναν στις ελληνικές πόλεις κάνοντας όλους τους Έλληνες να αναρωτιούνται: Ως πού μπορεί να φθάσει ο Αλέξανδρος. Ο στρατός… Η αντοχή και η συνεχής πορεία στα βάθη της Ασίας… Άλλωστε αρκετές ήσαν οι πόλεις που είχαν συνδράμει στο εκστρατευτικό σώμα. Πολλοί, είτε από τραυματισμούς, είτε από άλλα αίτια γύριζαν πίσω. Πληροφορώντας τους συμπολίτες τους για την εκπληκτική εκστρατεία. Για τις μάχες. Για τις νίκες. Για την ιδιοφυΐα του Παρμενίωνα. Του γέρο στρατηγού. Για την αποκοτιά του Αλέξανδρου. Για την ακρίβεια των κινήσεων της πιο καλοκουρδισμένης πολεμικής μηχανής που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο κόσμος… και βέβαια για την ακούραστη ως τότε (328 π.Χ.) αήττητη μακεδόνικη φάλαγγα. Ένα σώμα στρατού, περίπου ισοδύναμο μιας σημερινής μεραρχίας που “εκτελούσε” τα αντίπαλα στρατεύματα προελαύνοντας πάντα προς τα εμπρός. Ένα σώμα που δεν γύρισε ποτέ τα νώτα…
Αυτό το ανεπανάληπτο πολεμικό όπλο δεν θα κατόρθωνε ποτέ να φθάσει σ’ αυτή την υψηλή απόδοση αν δεν είχε αναπτύξει από νωρίς (απ’ τα πρώτα παιδικά χρόνια) δύο αρετές που στο επίπεδο της μάχης ήσαν οι κύριες. Είχε εκπληκτικό επίπεδο αντοχής και μια τέλεια συντροφικότητα.
Ο Φίλιππος ζώντας αρκετά χρόνια στη Θήβα παίρνοντας το παράδειγμα του Ιερού Λόχου το εφάρμοσε όταν έγινε Βασιλιάς της Μακεδονίας στα παιδιά των υπηκόων του. Δημιουργώντας σώματα στρατού στο ίδιο ακριβώς του Ιερού Λόχου. Τους βασιλικούς στείρους, την μακεδόνικη φάλαγγα που στηριζόταν ακριβώς στην προστασία που προσέφερε ο διπλανός σου. Με το οποίο από μικρά παιδιά, για χρόνια ολόκληρα γυμναζόσουν, έκανες παρέα, πολέμαγες, είχες σαν συντροφιά. Από την άλλη αυτή η καθημερινή εκγύμναση από τα πρώτα παιδικά χρόνια, δημιούργησε μια ανώτερη φυσική κατάσταση. Μια φυσική κατάσταση που στηριζόταν στην αντοχή, στην κούραση αδιάκοπων πορειών, κακουχιών, ψύχους, ζέστης, δίψας, πείνας, συνεχών μαχών, ορειβασιών και τόσων άλλων φυσικών αντιξοοτήτων.
Αυτή η αδιάκοπη πορεία είχε εξάψει τα μυαλά των Ελλήνων. Η στρατιά των Ελλήνων είχε διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα και δεν έλεγε να σταματήσει. Στα μυαλά των νέων που είχαν μείνει πίσω στις ελληνικές πόλεις η έξαψη, η φαντασία γι’ αυτό που μέχρι πριν λίγα χρόνια φάνταζε αδύνατο, ήταν μεγάλη. Τα ίδια τα παιδιά που ασκούνταν στα γυμναστήρια και τα στάδια ονειρεύονταν ότι θα κατόρθωναν κι αυτά άθλους μεγάλους. Κατορθώματα αντάξια των συνομηλίκων τους που είχαν φθάσει στα βάθη της Ασίας.
Ο Αγείας σκεφτόταν την αυριανή ημέρα… θα τρέξω… θα νικήσω… Κι έπειτα αφού πάρω το στεφάνι, θα πάω εγώ πρώτος στη πατρίδα μου. Στο Άργος, να τους διαμυνήσω τη νίκη μου. Ήξερε τη διαδρομή. Αυτήν άλλωστε την είχε διανύσει ανάποδα για να φθάσει στην Ολυμπία. Οι Ιερείς του Ηραίου του Άργους που γνώριζαν για την Ιερά Γεωμετρία του Ελλαδικού χώρου του είχαν πει ότι η απόσταση ήταν 600 στάδια (115 περίπου σημερινά χιλιόμετρα).
Έδωσε όρκο στον εαυτό του. Αυτός ο Αγείας θα έμενε στην ιστορία… Το πρωί, νικητής στον Δόλιχο δρόμο στην Ολυμπία. Κι έπειτα τρέχοντας όλη την ημέρα, στο σπίτι του. Με το στεφάνι του Ολυμπιονίκου. Και ο κόσμος έπειτα στους δρόμους. Και ο ίδιος στα χέρια των συμπολιτών του. Και το βράδυνα γλέντι, και οι τιμές, από την επόμενη ακριβώς ημέρα. Και η Ιστορία, που θα έγραφε τονίζοντας το εκπληκτικό του κατόρθωμα.
Στάθηκε στην Αφετηρία. Ο σαλπιγκτής σάλπισε… Οι δεκάξι δρομείς ξεχύθηκαν. Ο Αγείας μπήκε μπροστά. Ήθελε να τελειώσει γρήγορα. Ο ρυθμός του εκπληκτικά γρήγορος. Ξεχώρισε. Κάθε βηματισμός και πιο μπροστά. Πιο μπροστά. Στο τέλος κόντεψε να ρίξει ένα στάδιο (γύρο) σε όλους τους δρομείς που τον ακολούθησαν. Ο κόσμος, οι χιλιάδες θεατές τον αποθέωναν…
Έφυγε γρήγορα πηγαίνοντας στους Ελλανοδίκες. Τους παρακάλεσε να του δώσουν το στεφάνι. Αμέσως. Και να μην περιμένουν το τέλος των υπολοίπων αγωνισμάτων, λέγοντας τους τον σκοπό που το ήθελε.
Του το έδωσαν και του ευχήθηκαν να φθάσει υγιής και δυνατός στην πόλη του.
Ο Αγείας βγήκε από το Στάδιο. Ο κόσμος που έμαθε τον σκοπό του, τον κατευόδωσε. Κάποιοι δρομείς τον συνόδεψαν για κάμποσα χιλιόμετρα, κάνοντας του παρέα. Ο ήλιος του καλοκαιριολυ (τέλη Ιουλίου του 328 π.Χ.) έκαιγε. Σταματούσε όπου εύρισκε νερό, πηγές που ίσα – ίσα έτεχε το νεράκι να πιεί. Όπου συναντούσε κανένα αγρόκτημα ζητούσε νερό. Του έδιναν. Τους έκανε εντύπωση το στεφάνι που κρατούσε. Τους έλεγε ότι τον έλεγαν Αγεία από το Άργος και είχε κερδίσει τον Δόλιχο. Κι έτρεχε να πάει στην πατρίδα του.
Κι έτρεχε. Τα λεπτά, οι ώρες, περνούσαν βασανιστικά. Ανέβαινε και κατέβαινε κακοτράχαλα μονοπάτια. Με τα σανδάλια που έδεναν τα πόδια του, να έχουν ταλαιπωρηθεί τόσο. Η διαδρομή αλλού ήταν καλή, αλλού σκληρή. Αλλού υπήρχαν δέντρα που ο ίσκιος προφύλασσε για λίγο το ταλαιπωρημένο κορμί. Αλλού το τοπίο γυμνό. Και ο ήλιος να καίει. Κ εκείνος να συνεχίζει, αποφασισμένος να συνεχίσει και να φθάσει το βράδυ στο σπίτι του.
Ο ίσκιος γύρισε μπροστά του. Άρχισε να απογευματίζει. Ένα ελαφρό αεράκι μετρίασε για λίγο το κάψιμο.
Πλησίαζε στα εδάφη της Αργολίδας Είδε από μακριά τον κατήφορο που οδηγούσε στους εύφορους αμπελώνες της Νεμέας. Η Νεμέα… Ήταν κοντά… Και το Άργος δεν αργούσε. Τα μάτια πλημμύρισαν από δάκρυα. Ήταν σίγουρος τώρα πια Όσο κι αν πονούσαν τα πόδια, κι αν το σανδάλια είχαν κοπεί. Και αν το σώμα είχε καεί από τον ήλιο κι είχε στέγνωσε από την πορεία… Εκείνος θα έφτανε.
Έφθανε στη Νεμέα. Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα βουνά. Οι κάτοικοι της του έδωσαν νερό. Του περιποιήθηκαν τα πόδια τα πληγιασμένα, του έδωσαν καινούργια σανδάλια. Οι δρομείς της πόλης μαζεύτηκαν κοντά του και παίρνοντας τον συνοδεία άρχισαν να κατεβαίνουν προς το Άργος.
Από μακριά φάνηκε το κάστρο του Άργους. Η Ακρόπολη του. Η αρχαία Λάρισσα. Τον εμψύχωναν, δεν είχε ανάγκη. Νύχτωνε… όταν η ομάδα των Δρομέων έχοντας στη μέση τον Αγεία έφθασε στο κέντρο της πόλης, κανένας δει περίμενε να τον δει. Ο Αγείας Νικητής. Ο Αγείας Ολυμπιονίκης, εκεί μπροστά τους Και το πιο σπουδαίο: Από την Ολυμπία στο Άργος. Οι μεγαλύτεροι του φιλούσαν το πόδια, οι νεώτεροι τον αγκάλιαζαν.
Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα, η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια έτρεξαν στο γιο τους. Και η Ιστορία «έγραψε» για τον Αγεία και το Άργος όπως και για τον Δρυμό τον Επιδαύριο ότι νικώντας στα Ολύμπια έτρεξαν στην πατρίδα τους να αναγγείλουν πρώτοι τη νίκη τους.