Το «Κάμπινγκ» θεωρείται μία από τις καλύτερες και πιο ιδιαίτερες ελληνικές σειρές όλων των εποχών. Κι όμως, ο αρχικός σχεδιασμός δεν προέβλεπε σίριαλ, αλλά μια ταπεινή βιντεοκασέτα, την εποχή που το είδος ανθούσε στην Ελλάδα.
Βρισκόμαστε στα τέλη του ’80, μιας δεκαετίας που σηματοδότησε κοσμογονικές αλλαγές στον τόπο, που μετασχηματιζόταν αναζητώντας παράλληλα ταυτότητα, σε μια μάχη του παλιού και του καινούριου. Στο «Κάμπινγκ» είναι ακόμη παρόντες και οι δύο κόσμοι. Και οι δύο πραγματικότητες, σε ένα τηλεοπτικό χρονογράφημα και ταυτότητα «ακτινογραφία» και μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας.
Αρχικά η ιδέα του σεναριογράφου Κώστα Γκάτζιου, η οποία προήλθε από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες από τις διακοπές, ήταν για μια ταινία. Και με την βιντεοκασέτα να αποτελεί την μόδα εκείνων την χρόνων, ενώ πλέον το σινεμά βίωνε βαθιά κρίση, το βέβαιο είναι πως το φιλμ δεν θα έβρισκε ποτέ τον δρόμο του προς τις αίθουσες.
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως το αποτέλεσμα της προσπάθειας, όσο φιλότιμη κι να ήταν αυτή, δεν θα αποτυπωνόταν σωστά σε ένα ταπεινό VHS και τους περιορισμούς που αυτό είχε σε ποιότητα.
Ευτυχώς για το κοινό, υπήρχε η ΕΡΤ. Ο κρατικός τηλεοπτικός φορέας που έδωσε την συγκατάθεσή του (και φυσικά μέρος της χρηματοδότησης) για να γυριστεί η σειρά, όπως της άξιζε! Το πρώτο επεισόδιο προβλήθηκε στις 7 Μαΐου 1989 και σύντομα οι περιπέτειες των πολλών διαφορετικών πρωταγωνιστών του, μπήκαν σε κάθε σπίτι.
Τα κύρια χαρακτηριστικά πάνω στην οποία βασίστηκε η πρωτοφανής επιτυχία ήταν δύο. Οι ερμηνείες και ο ρεαλισμός. Η ιστορία, όσα αναπάντεχα περιστατικά κι αν περιείχε, σε έκανε να νιώθεις πως το σαλόνι σου ήταν η συνέχεια του κάμπινγκ που έβλεπες μπροστά του. Ένιωθες ότι αν άνοιγες την πόρτα σου, θα έπεφτες πάνω στον θρυλικό Μάιμο, τον έναν από τους δύο ρόλους που ενσάρκωσε με απίστευτο τρόπο ο Νίκος Καλογερόπουλος ή θα… την έπεφτες στην Γερμανίδα Σαμάνθα, το ρόλο της οποίας έπαιξε η Τζούλια ντε Ρος.
Δίχως αμφιβολία, η περσόνα με την οποία ταυτίστηκαν οι περισσότεροι ήταν ο Τάκης. Ο ιδιοκτήτης του κάμπινγκ, με τον ηθοποιό Τάκη Μόσχο (που «έφυγε» πρόσφατα από κοντά μας), να μεταμορφώνεται από τον περιθωριακό ρομαντικό χαρακτήρα της «Γλυκιάς Συμμορίας», στον άνθρωπο που έτρεχε για όλα στην… επιχείρησή του.
Τα γυρίσματα, φυσικά, έγιναν σε κάμπινγκ και συγκεκριμένα στο Τρίτων, κοντά στο Τολό και στο Ναύπλιο. Ξεκίνησαν Αύγουστο μήνα, όταν ακόμα βρισκόταν σε λειτουργία, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι παραθεριστές να μεταβάλλονται σε κομπάρσους της καθημερινότητας ενός τέτοιου χώρου διακοπών, με όσα καλά ή κακά κουβαλά πάνω του.
Αν κάποιος θέλει να βρει το «μυστικό» για το εξαιρετικό αποτέλεσμα που αγαπήθηκε τόσο από τον κόσμο, δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ. Ήταν η συνεργασία, το κέφι και το μεράκι των συντελεστών. Με τα γυρίσματα να ξεκινούν νωρίς το πρωί και να ολοκληρώνονται το βράδυ, συχνά η κατάσταση θύμιζε ένα μικρό καθημερινό… πανηγύρι.
Ο Γκάτζιος, ο Καλογερόπουλος αλλά και ο φανατικός με τα κάμπινγκ, σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος, κάθονταν με τους υπόλοιπους συνεργάτες τους και ξετύλιγαν το κουβάρι της ιστορίας, απλώνοντας το σενάριο, προσθέτοντας σκηνές και διαμορφώνοντας την ιστορία, πίνοντας ταυτόχρονα τον καφέ τους ή ένα ποτήρι κρασί. Όπως τραγουδούσε και ο Σαββόπουλος, «ιστορία γράφουν οι παρέες»…
Και ακριβώς επειδή το κλίμα και οι καταστάσεις ήταν τέτοιες, δεν έλειψαν τα ευτράπελα και η ανάγκη προσαρμογής στις συνθήκες. Κάποιες σκηνές απλά δεν γυρίζονταν ποτέ, εάν ο καιρός δεν αποδεικνυόταν σύμμαχος, και άλλες προσθέτονταν από το πουθενά, κυρίως χάρις στον αυτοσχεδιασμό και την εφευρετικότητα των συντελεστών.
Μετά την πρώτη εβδομάδα, όλοι μπήκαν μεταφορικά και κυριολεκτικά στο «πετσί» των ρόλων τους. Οι πάντες μετακόμισαν στο κάμπινγκ, ζούσαν εκεί το διάστημα των γυρισμάτων κι έτσι ακόμη και οι μη μυημένοι σε αυτό το στυλ παραθερισμού, έμαθαν γρήγορα, εναρμονίστηκαν με τον χώρο και τις ιδιαιτερότητές του και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που έφτασε μέχρι τους δέκτες μας.
Για τον θεατή, οι ήρωες δεν ήταν απλοί ηθοποιοί. Ήταν άνθρωποι με προσωπικότητες, πλεονεκτήματα και κουσούρια, όπως όλοι οι άλλοι. Αυτό το στοιχείο δεν τους κατέστησε απλά προσιτούς, αλλά τους μετέτρεψε σε μέλη μιας μεγάλης παρέας, μια οικογένειας, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που μπορεί να συμβούν στους κόλπους της.
Η σειρά αποτελείται από 13 επεισόδια διάρκειας 50 λεπτών το καθένα και ολοκληρώθηκε σε έναν και μόνο κύκλο. Φυσικά, επαναπροβλήθηκε το 1993, το 1997, το 1999, το 2007, το 2009, το 2011 και το 2018. Πλέον είναι διαθέσιμη δωρεάν και στο Ertflix για μια ακόμα επανάληψη. Γιατί αυτή η σειρά δεν χορταίνεται όσες φορές και αν τη δεις…