Η Βούλα Γκίκα, βλέπεις, ποτέ δεν έγινε μεγάλη φίρμα, «πρώτο όνομα» που λένε, παρόλο που θεωρείτο ίσως το σημαντικότερο γυναικείο σεγόντο την περίοδο 1955 – 1965, τη χρυσή δεκαετία του λαϊκού τραγουδιού.
Είχα κάνει μία προσπάθεια πριν μερικά χρόνια για να της έπαιρνα συνέντευξη, αλλά ήταν αρνητική. Δεν την ενόχλησα ποτέ ξανά. Βασικά ήθελα πολύ να της έλεγα πως σε ένα τραγούδι του 1950, που ήταν μάλλον το δισκογραφικό της ντεμπούτο, ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε ζητήσει από τον παππού μου την κόρη του, τη θεία μου, η οποία ήταν γεννημένη το 1933, ίδια χρονιά μ’ αυτήν.
Σε μεγάλη ηλικία πια, αποσυρμένη από το τραγούδι και τις ηχογραφήσεις, η Βούλα Γκίκα βίωσε μία σοβαρή περιπέτεια, αφού το 2018, κινδύνεψε η ίδια και το σπίτι της στην Άνω Κινέτα από την πυρκαγιά. Μην έχοντας επίγνωση του πόσο κοντά βρισκόταν η φωτιά, τελευταία στιγμή εγκατέλειψε το σπίτι, το οποίο ευτυχώς υπέστη μόνο μικρές ζημιές. Η κόρη του συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου, η δημοσιογράφος Χρύσα Παπαϊωάννου, ήταν εκείνη που της στάθηκε πολύ και την πήρε στο δικό της εξοχικό, στις Κεχριές Κορινθίας, ώσπου να περάσει η συμφορά.
Να που χθες, Παρασκευή 19 Ιουλίου του 2024, την πιο δύσκολη μέρα του φετινού καύσωνα, όπως μας είπαν οι μετεωρολόγοι, η Βούλα Γκίκα έσβησε σ’ αυτό το σπίτι στην Κινέτα πλήρης ημερών, στα 91 της χρόνια. Ακόμη και να θέλει κανείς (που λέει ο λόγος) να ξεχάσει τη συγκεκριμένη τραγουδίστρια, δεν θα ήταν εφικτό. Η φωνή της πάντα θα ακούγεται στις πιο θρυλικές ηχογραφήσεις του λαϊκού τραγουδιού μαζί με τις φωνές των σπουδαιότερων λαϊκών τραγουδιστών.
Καλό της ταξίδι.
Ο παππούς μου δεν άφησε την κόρη του να γίνει τραγουδίστρια, κατά το κλασικό «Δεν θα μου γίνεις πουτάνα εσύ», οπότε κάπως έτσι ο Μάρκος πήρε τελικά τη Βούλα – κατά κόσμον Παρασκευή – Γκίκα για δεύτερες φωνές στον «Καημό της μάνας». Έτσι λεγόταν το τραγούδι που ήταν σύνθεση του αδερφού του Μάρκου, Αργύρη Βαμβακάρη.
Η Βούλα Γκίκα γεννήθηκε στο Άργος και μεγάλωσε στον Πειραιά. Θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε από την ίδια, αν ποτέ το είχε πει σε συνέντευξη της, πώς μέσα στον πόλεμο βρέθηκε στη Γερμανία να δουλεύει μικρό κοριτσάκι για την επιβίωση της.
Λέγεται έτσι πως με το τέλος του ΒΠΠ, επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δουλεύει ως μοδίστρα. Στο πάλκο βγήκε πολύ νωρίς, στα 16 της, δίπλα στον Απόστολο Χατζηχρήστο. Το ίδιο διάστημα, που άρχισε να ακούγεται το όνομα της, μπήκε και στη δισκογραφία, κάνοντας δεύτερες φωνές σε τραγούδια του Βαμβακάρη, του Κλουβάτου, του Σεϊσανά, του Χάρμα, του Τσιτσάνη, του Μητσάκη και άλλων δημιουργών.
Γρήγορα την αποκάλεσαν «βασίλισσα του σεγόντου» και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η φωνή της είχε συνταξιδέψει με τις φωνές του Πάνου Γαβαλά, του Σπύρου Ζαγοραίου, του Στράτου Διονυσίου κ.α. Από εκείνη την πρώτη περίοδο, η Βούλα Γκίκα γράφει τη δική της ιστορία με τη φωνητική συμμετοχή της στους «Γλάρους» (1959) του Νίκου Μεϊμάρη, ντουέτο με τον Πάνο Γαβαλά, καθώς με την είσοδο στη δεκαετία του 1960 ξεκινά τα ντουέτα της και με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Μιχάλη Μενιδιάτη και, βέβαια, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Μία πρώτη γνωριμία της με τον στενό συνεργάτη του Μπιθικώτση και σημαντικό συνθέτη Νίκο Καρανικόλα, που έμελλε να γίνει ο σύντροφος της ζωής της, δεν είχε στεφθεί από…επιτυχία. Τον είχε βρει πολύ «φαντασμένο» για τα δικά της γούστα, όπως η ίδια είχε δηλώσει. Το 1960, όμως, όταν οι δυο τους δούλεψαν με τον Μπιθικώτση στην «Όαση» στο Αιγάλεω, ο μεγάλος τραγουδιστής τους τα «έφτιαξε» κι έτσι έμειναν μαζί μέχρι και το θάνατο του Καρανικόλα το 2003.
Ο Μπιθικώτσης δεν έβαζε καμία άλλη πάνω απ’ αυτήν για τα σεγόντα του. Οι φωνές τους ηχογραφήθηκαν μαζί σε τραγούδια σαν το «Νά’τανε το ’21» (1969) των Σταύρου Κουγιουμτζή – Σώτιας Τσώτου (η α’ εκτέλεση του τραγουδιού πριν του Γιώργου Νταλάρα), το «Μίλησε μου» και το «Φιλντισένιο καραβάκι» των Μάνου Χατζιδάκι – Νίκου Γκάτσου από την «Επιστροφή» (1970) σε ενορχήστρωση του Δήμου Μούτση. Την ίδια χρονιά, το 1970, η Βούλα Γκίκα κάνει σεγόντο στον νεαρότατο Μανώλη Μητσιά στα «Δεν είναι αυλή να δροσιστείς» και «Έλα αύριο βράδυ στις εννιά», τα δύο πρώτα τραγούδια της συνθέτριας Ελένης Καραΐνδρου.
Η Βούλα Γκίκα με τον σύζυγο της, Νίκο Καρανικόλα, για τουλάχιστον μία εικοσαετία εμφανίστηκαν σε νυχτερινά κέντρα της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας. Η ίδια είχε εξομολογηθεί πως σε αντίθεση με το εξωτερικό, στην Ελλάδα δεν τραγούδησαν σε πολλά μαγαζιά, αφού οι ιδιοκτήτες ήθελαν να τους πληρώνουν με ένα μεροκάματο και όχι σαν ντουέτο που ήταν, επιπέδου λόγου χάρη Μανώλης Χιώτης – Μαίρη Λίντα. Συνήθως όπου τους καλούσαν για δουλειά, έφευγαν μόνοι τους και έφτιαχναν εκεί, επί τόπου, την ορχήστρα τους. Ήταν τέτοια η αποδοχή τους από την ελληνική ομογένεια, που στην Αυστραλία πήγαν συνολικά τέσσερις φορές. Ταυτόχρονα πολλά από τα τραγούδια του Καρανικόλα είχαν δικούς της στίχους, αφού τα έφτιαχναν από κοινού.
Η Βούλα Γκίκα με τον σύζυγο της, Νίκο Καρανικόλα, για τουλάχιστον μία εικοσαετία εμφανίστηκαν σε νυχτερινά κέντρα της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας. Η ίδια είχε εξομολογηθεί πως σε αντίθεση με το εξωτερικό, στην Ελλάδα δεν τραγούδησαν σε πολλά μαγαζιά, αφού οι ιδιοκτήτες ήθελαν να τους πληρώνουν με ένα μεροκάματο και όχι σαν ντουέτο που ήταν, επιπέδου λόγου χάρη Μανώλης Χιώτης – Μαίρη Λίντα. Συνήθως όπου τους καλούσαν για δουλειά, έφευγαν μόνοι τους και έφτιαχναν εκεί, επί τόπου, την ορχήστρα τους. Ήταν τέτοια η αποδοχή τους από την ελληνική ομογένεια, που στην Αυστραλία πήγαν συνολικά τέσσερις φορές. Ταυτόχρονα πολλά από τα τραγούδια του Καρανικόλα είχαν δικούς της στίχους, αφού τα έφτιαχναν από κοινού.
Τα σεγόντα της Γκίκα ανέρχονται σε περισσότερες από 5.000 ηχογραφήσεις τραγουδιών. Ήταν και η αιτία που η ίδια δεν έκανε ποτέ μεγάλη προσωπική καριέρα, αφού σχεδόν όλοι οι τραγουδιστές, από τον Χρηστάκη και την Πόλυ Πάνου μέχρι τον Αντώνη Ρεπάνη και τη Βίκυ Μοσχολιού, την ήθελαν για τα σεγόντα τους. Επιτυχία σημείωσε ως σόλο τραγουδίστρια το 1969 με το τραγούδι του Άκη Πάνου, «Ξαναγεννήθηκα», στο οποίο μπουζούκια έπαιζαν οι Λάκης Καρνέζης – Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ φωνητικά της έκανε η αδερφή του άντρα της, Βάσω Καρανικόλα.
Στη δεκαετία του 1980, μετά τα 45 της, έκανε μεγάλους προσωπικούς δίσκους, αλλά ήταν κάπως δύσκολο να καθιερωθεί ως σόλο τραγουδίστρια, όταν ήδη είχε κάνει δεύτερες φωνές στα σημαντικότερα τραγούδια άλλων ερμηνευτών. Οι δίσκοι «Ρεμπέτικο σεργιάνι» (1980) με τον Νίκο Καρανικόλα, «Γρανίτης ο αγώνας μας» (1984) με τον Νίκο Δαλέζιο και «Αυτός καταλαβαίνει» (1989) πάλι με τον Καρανικόλα, δεν κατάφεραν να την επιβάλλουν και η ίδια να τινάξει από πάνω της τον χαρακτηρισμό «βασίλισσα του σεγόντου», που της είχε αποδοθεί από το ξεκίνημα της.
Στη δεκαετία του 1980, μετά τα 45 της, έκανε μεγάλους προσωπικούς δίσκους, αλλά ήταν κάπως δύσκολο να καθιερωθεί ως σόλο τραγουδίστρια, όταν ήδη είχε κάνει δεύτερες φωνές στα σημαντικότερα τραγούδια άλλων ερμηνευτών. Οι δίσκοι «Ρεμπέτικο σεργιάνι» (1980) με τον Νίκο Καρανικόλα, «Γρανίτης ο αγώνας μας» (1984) με τον Νίκο Δαλέζιο και «Αυτός καταλαβαίνει» (1989) πάλι με τον Καρανικόλα, δεν κατάφεραν να την επιβάλλουν και η ίδια να τινάξει από πάνω της τον χαρακτηρισμό «βασίλισσα του σεγόντου», που της είχε αποδοθεί από το ξεκίνημα της.
Τα 90s τη βρίσκουν με ακόμη έναν μεγάλο δίσκο με συνθέσεις του Νίκου Καρανικόλα («Δυο στάλες κόκκινο κρασί»), αλλά και με φωνητικές συμμετοχές της σε δίσκους ακόμη και νεότερων ερμηνευτών. Εν ολίγοις, η Βούλα Γκίκα ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει αυτό που έκανε σ’ όλη της τη ζωή και που ήταν άφταστη. Ενδεικτικά, η Ερωφίλη θυμάται το καμάρι του Κώστα Χατζηδουλή όταν έφερνε τη Γκίκα στο στούντιο για να έκανε φωνητικά στο δίσκο «Πάμε για το Γιάχο – Βάχο» της νεαρής τότε τραγουδίστριας το 1997.
Ο λόγος στην Ερωφίλη: «Είχε έρθει να τραγουδήσει με το κοντό μαλλάκι της και μία φουστίτσα, κυρίως όμως με μεγάλη χαρά. Εγώ της είχα δέος, ξέροντας την πορεία της μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες. Όταν άρχισε να μου τραγουδάει μ’ αυτή τη χαρακτηριστική χροιά της φωνής της, ενιωσα βαθιά συγκίνηση για τη μεγάλη μου τύχη εκείνη τη στιγμή».
Σε μεγάλη ηλικία πια, αποσυρμένη από το τραγούδι και τις ηχογραφήσεις, η Βούλα Γκίκα βίωσε μία σοβαρή περιπέτεια, αφού το 2018, κινδύνεψε η ίδια και το σπίτι της στην Άνω Κινέτα από την πυρκαγιά. Μην έχοντας επίγνωση του πόσο κοντά βρισκόταν η φωτιά, τελευταία στιγμή εγκατέλειψε το σπίτι, το οποίο ευτυχώς υπέστη μόνο μικρές ζημιές. Η κόρη του συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου, η δημοσιογράφος Χρύσα Παπαϊωάννου, ήταν εκείνη που της στάθηκε πολύ και την πήρε στο δικό της εξοχικό, στις Κεχριές Κορινθίας, ώσπου να περάσει η συμφορά.
Να που χθες, Παρασκευή 19 Ιουλίου του 2024, την πιο δύσκολη μέρα του φετινού καύσωνα, όπως μας είπαν οι μετεωρολόγοι, η Βούλα Γκίκα έσβησε σ’ αυτό το σπίτι στην Κινέτα πλήρης ημερών, στα 91 της χρόνια. Ακόμη και να θέλει κανείς (που λέει ο λόγος) να ξεχάσει τη συγκεκριμένη τραγουδίστρια, δεν θα ήταν εφικτό. Η φωνή της πάντα θα ακούγεται στις πιο θρυλικές ηχογραφήσεις του λαϊκού τραγουδιού μαζί με τις φωνές των σπουδαιότερων λαϊκών τραγουδιστών.
Καλό της ταξίδι.