Τα εγκαίνια της έκθεσης του βραβευμένου μαροκινού ζωγράφου Σαλαχντίν Μπουανανί πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 20 Ιουλίου 2024, υπό την αιγίδα της Πρεσβείας του Βασιλείου του Μαρόκου και παρουσία του Πρέσβη του Μαρόκου στην Ελλάδα κ. Mohammed Sbihi και του Δημάρχου Ναυπλιέων Δημήτρη Ορφανού, στην γκαλερί της Βασιλικής Ξυλινά, στη Vasiliki - galerie d'art, Σταϊκοπούλου 50 και Φαβιέρου 1, στο Ναύπλιο.
Η έκθεση άνοιξε τις πύλες της υπό τους ήχους παραδοσιακής αραβικής μουσικής από τον επίσης βραβευμένο μουσικό Καμάλ Μπεραντά, ενώ θα παραμείνει ανοιχτή για τον κοινό μέχρι τις 4 Αυγούστου.
Ο ζωγράφος
Πολύμορφος και αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, ο Σαλαχντίν Μπουανανί (Salaheddine Bouanani – S. Din Art Studio) γεννήθηκε στο Ραμπάτ το 1972, σε μια οικογένεια διανοουμένων που τον διαπότισαν με ανθρωπιστικές αξίες. Η άτυπη επαγγελματική του διαδρομή, καθότι φαρμακοποιός στο επάγγελμα, του επέτρεψε να μεταμορφώσει το φαρμακείο του σε εργαστήριο και να ακροβατεί μεταξύ των δύο κόσμων του.
Πολύμορφος και αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, ο Σαλαχντίν Μπουανανί (Salaheddine Bouanani – S. Din Art Studio) γεννήθηκε στο Ραμπάτ το 1972, σε μια οικογένεια διανοουμένων που τον διαπότισαν με ανθρωπιστικές αξίες. Η άτυπη επαγγελματική του διαδρομή, καθότι φαρμακοποιός στο επάγγελμα, του επέτρεψε να μεταμορφώσει το φαρμακείο του σε εργαστήριο και να ακροβατεί μεταξύ των δύο κόσμων του.
Ένας πολίτης του κόσμου, του οποίου όμως οι δημιουργίες εκφράζουν το δέσιμο με την κουλτούρα και τον περίγυρό του, κυρίως όμως με τη φύση και τα τοπία που χρωματίζουν την καθημερινότητά του.
Με βαθιές γνώσεις Ιστορίας της τέχνης και εκφραστικών μέσων, όπως η ζωγραφική σε καμβά, η φωτογραφία και η ψηφιακή τέχνη, ο Σαλαχντίν Μπουανανί είναι ένας ευέλικτος καλλιτέχνης που πλέει στα ταραγμένα νερά του ασυνείδητου, δημιουργώντας ανήσυχα έργα, με μεγάλη εκφραστική δύναμη.
Ο Σαλαχντίν Μπουανανί έχει εκθέσει τα έργα του σε επώνυμες γκαλερί στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ισπανία και το Μαρόκο. Ζει και εργάζεται στην πόλη Ασιλάχ του Μαρόκου.
«H πίσω όψη του προσώπου»:Kατάλαβε πως το ν’ αποφασίσει κανείς να μορφοποιήσει τη συγκεχυμένη και ιλιγγιώδη ύλη του ονείρου, είναι το πιο δύσκολο πράγμα με το οποίο μπορεί να καταπιαστεί, έστω κι αν μπορέσει να διεισδύσει σ’ όλα τα αινίγματα της ανώτατης και της κατώτατης τάξης πραγμάτων: πιο δύσκολο απ’ το να πλέξεις ένα σκοινί από άμμο, ή να κόψεις νόμισμα με τη μορφή του άμορφου ανέμου. Kατάλαβε πως, στην αρχή, μια αποτυχία ήταν αναπόφευκτη. Yποσχέθηκε στον εαυτό του να ξεχάσει την τεράστια παραίσθηση που, στην αρχή, τον είχε κάνει να χάσει το δρόμο του, κι έψαξε άλλη μέθοδο εργασίας. – Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Τα κυκλικά ερείπια, από τη συλλογή διηγημάτων Μυθοπλασίες
Στις αρκάνες της μαγείας, το φάντασμα θεωρείται συχνά ως μεσάζων, η απαραίτητη γέφυρα μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και του κόσμου των νεκρών. Εξ ου και η άμορφη, νεκρική ή αποστεωμένη εμφάνιση: το φάντασμα είναι εκείνο το ον που, έχοντας χάσει την ουσία της πραγματικότητας, διατηρεί, ωστόσο, κάποια ίχνη της για να μην κατρακυλίσει ολοκληρωτικά στον αθέατο κόσμο. Είναι ένα διάμεσο, που διατηρεί από αυτόν τον κόσμο κάποια ορατά ίχνη που σβήνουν γρήγορα, αλλά ποτέ εντελώς, και δανείζεται από τον άλλο κόσμο το προαίσθημα. Η ζωγραφική του Σαλαχντίν Μπουανανί έχει κάτι από αυτή τη μαγεία. Με την έννοια, όμως, μιας θεμελιώδους -παρότι υπόρρητης- συνθήκης, ασυνείδητης, ίσως, για τον ζωγράφο, σίγουρα για τον θεατή: ότι τον ρόλο που παίζει το φάντασμα ανάμεσα στην υλική και ακατέργαστη πραγματικότητα και στον αθέατο, πλούσιο σε συμβολισμούς, κόσμο, θα τον παίξει εδώ μεταξύ παραστατικής απεικόνισης και αφαίρεσης. Αυτή η θεμελιώδης συνθήκη αποτελεί μια φιλοσοφική πράξη με την πλήρη έννοια του όρου. Είναι επίσης ένα είδος υπόγειας, πεισματικής και εντατικής εκκοσμίκευσης. «Κατεβάζει» τη λαϊκή και μαγική θεολογία, και τον λειτουργό της, το φάντασμα, σε ένα κοσμικό περιβάλλον, αυτό της ζωγραφικής που γίνεται έτσι ένας εκκοσμικευμένος πολιτικός χώρος. Στο εξής, το φάντασμα δεν είναι πια ο συνδετικός κρίκος μεταξύ ζώντων και ζωντανών νεκρών, μεταξύ του τετριμμένου ορατού και του ιερού αθέατου κόσμου, αλλά μεταξύ μεταφοράς και αφαίρεσης.
Η ψευδαίσθηση ως πηγή της απεικόνισης: Αυτό το δίδυμο, αυτή η ισοδυναμία που καθιερώνεται με πινελιές μεταξύ του ζεύγους αόρατος μαγικός κόσμος/κοινός ορατός κόσμος και αυτού των αφαίρεση/απεικόνιση δεν είναι αυθαίρετη. Ας επιστρέψουμε στο φάντασμα, στοιχείο αλλά και η αλληλουχία όλης αυτής της υπόθεσης, που μοιάζει (και) με αστυνομική έρευνα όπου το πτώμα του προσώπου, που πάλλεται ακόμα, κείτεται, ορατό. Το φάντασμα, το εκτόπλασμα, ο νεκραναστημένος, αυτές οι παραλλαγές της ίδιας αγωνίας, έχουν αναμφίβολα την ίδια προέλευση. Θα ήταν πιθανώς, στην αυγή της γέννησης του Ηomo Sapiens, η αρχή των φαινομένων παραισθήσεων. Ακουστική παραίσθηση, όταν η ανθρώπινη φωνή που στρέφεται στον εαυτό της μιλάει με ηχώ, σε επανάληψη και αφηγείται στον εαυτό της μια ιστορία. Οπτική παραίσθηση, όταν το μάτι προσπαθούσε να συλλάβει αυτό που είναι φευγαλέο τη στιγμή που το φως της μέρας χάνεται μέσα στο ηλιοβασίλεμα ή σβήνει στα βάθη σκοτεινών σπηλαίων. Άλλωστε, οι πρώτοι σωζόμενοι πίνακες του είδους μας κείτονται, σαν ευλαβικά θαμμένοι νεκροί, βαθιά στις σπηλιές. Ο πρώτος ζωγράφος, στο φως μιας δάδας, στα σπλάχνα της γης, ζωγράφισε φαντάσματα του ορατού κόσμου που άφησε πίσω του, έξω από τη σκοτεινή σπηλιά, που ήταν το πρώτο εργαστήριο ζωγραφικής.
Το φάντασμα που στοιχειώνει τη ζωγραφική: Ο ζωγράφος, ήδη από τότε, ζωγράφιζε πάντα φαντάσματα, μολονότι κάποια φαίνονται πιο σαρκώδη, παχουλά και κοινωνικά από άλλα. Τα φαντάσματα του Μπουανανί αποκαλύπτουν αυτή την αλήθεια, ωμά, με τρόπο σκανδαλώδη: δεν υπάρχει πρόσωπο στον πίνακα, κανένα σώμα, μόνο φαντάσματα. Φίλε θεατή, εσύ που αναζητάς στους πίνακες μια ζωντανή σάρκα, αρτιμελή, χαρούμενα σώματα, τη γυναικεία γαλουχία των μηρών και του στήθους όπως στον Ρούμπενς, τα φιλήδονα και νωχελικά σώματα του Φραγκονάρ, φίλε θεατή, μην κάνεις λάθος, δεν είναι παρά εκτοπλάσματα, οπτική ψευδαίσθηση, ηχώ, επανάληψη, ανα-παράσταση του ορατού κόσμου που εδώ δεν υπάρχει ποτέ.
Παρα-μόρφωση, αφαίρεση: Στα Κυκλικά ερείπια του Χ.-Λ. Μπόρχες, ο μάγος θέλει να παράγει, όχι να αναπαράγει, ένα ον που ανταγωνίζεται την πραγματικότητα. Αγωνίζεται και επιμένει να δημιουργεί σώματα, πρόσωπα, χαρακτηριστικά που καταρρέουν συνεχώς σε μια ατέρμονη επανάληψη που μοιάζει με τροχό της φωτιάς, με τροχό βασανιστηρίων που δείχνει να κρύβει ένα τρομερό μυστικό, παρότι τελικά προβλέψιμο. Η προσέγγιση του Σαλαχντίν Μπουανανί μου φαίνεται πιο δαιμόνια, κάτι σαν οικονομία ανθρώπινων δυνάμεων στην προσπάθεια να ανταγωνιστεί τη θεϊκή δημιουργία. Ο Μπουανάνι δεν ξεκινά από το άμορφο, στην προσπάθειά του να ανέβει, να σκαρφαλώσει προς τις κορυφές του προσώπου (και της απεικόνισης). Αντίθετα, ξεκίνησε με πρόσωπα, και προχώρησε με μια μεθοδική εργασία παρα-μόρφωσης. Η αφαίρεση στην οποία καταλήγει το έργο του είναι μια εκκοσμίκευση αυτής της θεϊκής δημιουργίας. Είναι μια επιστροφή στην πραγματικότητα. Εξ ου και η αντιστροφή. Και εξ ου και το φάντασμα. Πρώτα το φάντασμα. Είναι ο ψυχοπόμπος, ο αγωγός της ψυχής, αλλά που, αντί να μας οδηγήσει από το πρόσωπο στο παρα-μορφωμένο, από αυτό που ονομάζουμε πραγματικό κόσμο σε αυτόν που λέμε αθέατο, μας κάνει να πάρουμε την αντίθετη κατεύθυνση, ένας Χάρων (Χάρος) που με τη βάρκα του φέρνει τους νεκρούς πίσω στους ζωντανούς. Τα φαντάσματα του Μπουανανί συνδέουν τα πορτρέτα, που θυμίζουν ακόμα πρόσωπα, ακόμα (ψευδώς) ζωντανά με την καθαρή αφαίρεση.
Το αφηρημένο είναι μια απελευθέρωση: Εξ ου και η αντιστροφή: εδώ η αφαίρεση δεν είναι άνοδος προς τον ουρανό, φυγή ή ξερίζωμα από τον πραγματικό και ορατό κόσμο. Αντίθετα, είναι μια επανένωση, σκληρή, ενίοτε πικρή αλλά πάντα διαυγής, με την πραγματικότητα. Η μεταφορά είναι πάντα μια ψευδαίσθηση, και το καλύτερο είναι ότι έχει συνείδηση του εαυτού της, της γεγονότητάς της και ότι παίζει τον προπαιδευτικό της ρόλο, ότι προετοιμάζει τον ερχομό του φαντάσματος, αυτού του κουρασμένου λειτουργού, που με τη σειρά του θα υποχωρήσει στη μόνη πραγματικότητα, που είναι η αφαίρεση. Μια πραγματικότητα που προσεγγίζουμε ωστόσο μόνο μετά από αυτό το μακρύ ταξίδι ζωγραφικής, ένα ταξίδι που, σε αντίθεση με τα κυκλικά και τρομερά ερείπια του Μπόρχες, είναι μια ευθύγραμμη δημιουργία και, εν τέλει, αισιόδοξη ως προς τη δύναμη του απελευθερωμένου από τις παγίδες της απεικόνισης ανθρώπου.
Ο μουσικός
Ο Kαμάλ Μπεραντά (Kamal Berrada) γεννήθηκε στη Φεζ, πνευματικό κέντρο και καλλιτεχνική πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μαρόκου. Μηχανικός πληροφορικής με ειδικότητα στην ασφάλεια δικτύων υπολογιστών (απόφοιτος γαλλικού Πανεπιστημίου), ο καλλιτέχνης ανέπτυξε πρόσφατα μια επιστημονική τεχνική εκμάθησης λαούτου, με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος Μαροκινός που εφηύρε μια μέθοδο που επιτρέπει στους νέους να κατακτήσουν καλύτερα την τεχνική αυτού του μυθικού οργάνου, συμβόλου της μουσικής δεξιοτεχνίας.
Ο Kαμάλ Μπεραντά (Kamal Berrada) γεννήθηκε στη Φεζ, πνευματικό κέντρο και καλλιτεχνική πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μαρόκου. Μηχανικός πληροφορικής με ειδικότητα στην ασφάλεια δικτύων υπολογιστών (απόφοιτος γαλλικού Πανεπιστημίου), ο καλλιτέχνης ανέπτυξε πρόσφατα μια επιστημονική τεχνική εκμάθησης λαούτου, με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος Μαροκινός που εφηύρε μια μέθοδο που επιτρέπει στους νέους να κατακτήσουν καλύτερα την τεχνική αυτού του μυθικού οργάνου, συμβόλου της μουσικής δεξιοτεχνίας.
Μουσικός, δάσκαλος μουσικής, βραβευμένος από το Εθνικό Ωδείο του Μαρόκου, ο Καμάλ Μπεραντά είναι βιρτουόζος στο κανονάκι (Qanun), το ούτι (Oud) και στο Ney (παραδοσιακός αυλός από καλάμι) και ο καλλιτεχνικός Διευθυντής του διεθνούς Φεστιβάλ πολιτισμού των Σούφι της Φεζ.