V.STAMATIS
ΗΛΕΚΤΡΙΚΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ
ΕΙΔΗ ΣΠΙΤΙΟΥ

Σελίδες

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Όταν η πλατεία... ήταν πλατεία (Μια φανταστική ιστορία του Τόλη Κοϊνη με αληθινά γεγονότα )

Όταν η πλατεία... ήταν πλατεία
Η πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο έχει γίνει αντικείμενο αντεγκλήσεων. Είναι χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων ή πεδίο δημοσίων εκδηλώσεων; Φιλοξενεί αυτοκίνητα τουριστών ή χρησιμοποιείται ως όμορφο σκηνικό; 

Ό,τι και από τα δύο να ισχύει, δυστυχώς έχει πάψει να είναι μια ζωντανή πλατεία. Ως «επιχείρημα» ξαναδημοσιεύω μια φανταστική ιστορία, από τότε που η πλατεία ήταν …πλατεία. Τα γεγονότα όλα που περιγράφω είναι αληθινά, αν και η ιστορία είναι φανταστική.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΑΝ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ

«Το έχετε δει και σεις;». Ρώτησα με όλον τον σεβασμό, ήταν πατέρας συμμαθητή μου, τίμιος και εργατικός άνθρωπος, όλη η ζωή του γύρω από το μαγαζί του, ένα μαγέρικο.

«Φαντάσματα βλέπουν μόνο οι τεμπέληδες και οι τρελοί, που είναι τεμπέληδες λόγω πάθησης. Εμάς, η δουλειά δεν μας αφήνει τον χρόνο, να δούμε φαντάσματα. Όπως, θα παίζετε στην πλατεία, προσμέτρα, πόσοι φευγάτοι θα περάσουν και έλα να το συζητήσουμε μετά»

Δίπλα στην πλατεία ήταν μια παλιά εκκλησία… έγραφε με Ελληνικούς αριθμούς την ημερομηνία κτίσης : άλφα, ψι, βήτα, τουτέστιν 1702. Στην πόρτα της έγινε το φονικό, που άλλαξε την ιστορία μας. Ένας πυροβολισμός στο κεφάλι και μια μαχαιριά στην κοιλιά… ήταν το φρικτό τέλος του Πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας… Οι αλαφροΐσκιωτοι τον βλέπουν… κάποιες μέρες με πολλή υγρασία προτού ξημερώσει… έτσι είχα ακούσει. Εγώ δεν τον είχα δει… Ήθελα να μάθω ποιοι τον συναντούν, εάν τους μιλάει…
 
Η πλατεία γέμιζε από τα αγόρια της γειτονιάς. Το ένα τέρμα στα σκαλιά που ανέβαιναν στην Φραγκόκκλησα, το άλλο στα σκαλιά που κατέβαιναν προς το μαγέρικο του πατέρα του συμμαθητή μου… μια μπάλα δίφυλλη που την φουσκώναμε στα ποδηλατάδικα και τα είκοσι μέτρα άσφαλτος ήταν το γήπεδό μας… το τοπικό Γουέμπλεϋ.
 
Το ματς διακοπτόταν όταν εμφανίζονταν διερχόμενοι πεζοί, ποδηλάτες και καμιά φορά κανένα αυτοκίνητο… Ακολούθησα τη συμβουλή… να εντοπίσω από αυτούς, που θα περάσουν, ποιοι μπορούν να έχουν δει το φάντασμα του Κυβερνήτη.

Πρώτος, πέρασε ο Μπαλαφάρας, ο Βαγγέλης… φιγούρα βγαλμένη από τον Μεθύστακα του Ορέστη Μακρή. Είχε βγει από την ταβέρνα του Ρετάλη, τρέκλιζε, διέσχιζε το Γουέμπλεϋ, στεκόταν σιμά στην Οθωμανική βρύση, δεν έτρεχε νερό τότε, έπαιρνε ανάσες, φώναζε τον παντοπώλη, τον Αντωνάκη, που είχε μετά το μαγαζί του, εκείνος, ένας ισχνός ανθρωπάκος, εμφανιζόταν στην πόρτα του και του έλεγε να φύγει… και ο Βαγγέλης εξέφραζε με δυνατή φωνή το παράπονό του «Τα υποκείμενα της κοινωνίας… πήραν όλες τις καλές τις θέσεις… και άφησαν εμάς τα φτωχόπαιδα στους πέντε δρόμους.»
Και για να επιβεβαιώσει τα λόγια του έπεφτε κάτω… και τρέχαμε να τον σηκώσουμε… Έβγαινε να βοηθήσει και ο Αντωνάκης και του έδινε συμβουλές… να ακολουθήσει τον δρόμο από εκεί που σκοτώθηκε ο Καποδίστριας, που δεν έχει κατηφόρα, για να μην πέσει πάλι και χτυπήσει.
Απέρριψα την ιδέα να είχε συναντήσει το φάντασμα. Την ώρα, που λένε πως αυτό εμφανίζεται, η ταβέρνα ήταν κλειστή. Δεν θα είχε το ενδιαφέρον να φύγει από την γειτονιά του στον Ψαρομαχαλά και να έρθει εδώ.

Ο αγώνας συνεχίστηκε. Η μπάλα τοποθετήθηκε στο σημείο του πέναλτυ. Είχε, ένας αντίπαλος, αποκρούσει με το χέρι, αν και δεν ήταν τερματοφύλακας. Ο συμμαθητής μου θα το χτυπούσε. Πήρε φόρα …από τα σκαλιά που κατέβαιναν προς το μαγέρικο του πατέρα του. Περιμέναμε όλοι. Πεναλτάρα θα ήταν. Αυτός, το είχε πάρει πάνω του. Είχε θολώσει. Δεν είδε ότι πριν σουτάρει, διερχόταν μπροστά από το αντίπαλο τέρμα μια ψηλή μελαχρινή κυρία, με ένα συντηρητικό ταγέρ, χαρακτηριστικά προσώπου σχεδόν αντρικά που κρατούσε μια μεγάλη τσάντα.
 
Τρομοκρατήθηκε η γυναίκα από την μπάλα που έπεσε με δύναμη πάνω της. Μετά συνήλθε και άρχισε να μας βρίζει… «Ντάνα, ντάνα. Η μάνα σας η πουτάνα». Αυτό ήταν. Το σύνθημα δόθηκε. Ο αγώνας σταμάτησε. Μαζευτήκαμε και εμείς και οι αντίπαλοι κι αρχίσαμε εν χορώ… «Ντάρα, τριαντάρα, σαραντάρα, πενηντάρα, εξηντάρα… Ακρόπολις». Αυτό το τελευταίο σήμαινε ότι είχε την ίδια ηλικία με την Ακρόπολη των Αθηνών. Το επαναλάβαμε αρκετές φορές. Μέχρι που το χέρι της μπήκε μέσα στην μεγάλη τσάντα, όπου έκρυβε πέτρες και άρχισε να τις πετάει.
Ως από μηχανής Θεός φάνηκε ένας μεγαλύτερος από μας, έμενε στα σκαλιά προς την Φραγκόκλησα, και της πέταξε ένα γλόμπο. Φοβόταν αυτό το παφ, που έκανε από το κενό αέρος εσωτερικό του ο γυάλινος λαμπτήρας, καθώς έσπαγε. Έτσι τρομοκρατημένη αποχώρησε από το θρυλικό μας γήπεδο.
Ο αγώνας σταμάτησε μετά από λίγο, λόγω δίψας (Εκείνη την εποχή δεν μας είχε δώσει ο Θεός τα πλαστικά μπουκαλάκια με το νερό και έπρεπε να πάμε σε βρύση). Για να ξεδιψάσουμε πήγαμε στο μαγαζί του συμμαθητή μου.

«Η «ντάρα» μπορεί να έχει δει το φάντασμα του Καποδίστρια;»

«Και τον Καποδίστρια και τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι και τον Ηρακλή μπορεί να δει αυτή… Κοίτα, είναι μια δυστυχισμένη… λένε… μισή άντρας μισή γυναίκα… λένε, σου είπα… αυτό την απέκλεισε από γάμο, αλλά και από όλη την κοινωνία… Ξαγρυπνάει μόνη της τα βράδια… ισχυρίζεται πως ακόμα δεν έχει φτάσει τα «τριάντα»… ξαγρυπνάει γιατί περιμένει τον πρίγκηπα, που θα την γλυτώσει… Ποιος τολμάει να την ρωτήσει, αν έχει δει το φάντασμα του Καποδίστρια;»

Η έρευνα συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες. Χωρίς μπάλα εμείς.

Το τραγικό γεγονός συνέβη ως εξής. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένας χωροφύλακας, ονόματι Άγγελος. Ένας κύριος, με τεράστιο κεφάλι και μια σοβαρή πόζα συνέχεια στο πρόσωπό του. Πετάχτηκε μπροστά μας ξαφνικά από τον δρόμο, που ήταν η ταβέρνα του Ρετάλη, με ένα ποδήλατο. Πήρε την μπάλα. Εξαφανιστήκαμε. Έβγαλε έναν σουγιά και έπιασε την μπάλα μας σαν καρπούζι να την ανοίξει. Φώναζε.
 
«Ποιανού είναι η μπάλα; Θα την πάρω και θα την σκίσω.»
 
Πού να εμφανιστούμε εμείς; Δικτατορία είχαμε τότε. «Να έρθει ο πατέρας του να την πάρει από το Τμήμα. Απαγορεύεται το ποδόσφαιρο στις πλατείες»
 
Σιγά μην το λέγαμε στους γονείς μας. Ποιος ήθελε να μπλέξει με την Χωροφυλακή;

Έτσι αλλάξαμε παιχνίδι. Παίζαμε μπαμ – μπουμ, στα άλλα μέρη το έλεγαν στακαμάν … παίζαμε πόλεμο… Ένας από την παρέα έγινε στρατηγός όταν μεγάλωσε και άλλοι δύο ναύαρχοι… δεν τους χρειάστηκε αυτή η πολεμική προπαίδεια στη γειτονιά μας… η καριέρα τους ολοκληρώθηκε σε ειρηνική περίοδο… αν και τον στρατηγό τον είδαμε στην τηλεόραση να κρίνει τα συμβαίνοντα σε διάφορα πολεμικά μέτωπα ως ειδικός.

Η μια ομάδα κρυβόταν στα γύρω στενά και έπρεπε τα μέλη της άλλης να τους ανακαλύψουν και να τους πυροβολήσουν πρώτοι (χωρίς όπλα). Ήταν αμφισβητήσιμο το ποιος πυροβόλησε πρώτος κι έτσι σταματάγαμε για να λύσουμε τη διαφορά…

Εκεί που είχαμε σταματήσει μια μέρα… ακούσαμε την πολεμική ιαχή «Πέθανεεεε»… μια ομάδα παιδιών του Γυμνασίου την φώναζε ρυθμικά. Κυνηγούσαν έναν κοντό, ζαρωμένο γέρο, που κρατούσε μαγκούρα και φόραγε τραγιάσκα… Αυτός κουνούσε την μαγκούρα και απήγγελνε ένα απίθανου πλούτου υβρεολόγιο… δεν άφηνε Παναγίες, Αγίους, μανάδες, πατεράδες να μην βρίσει… Θεούς και δαίμονες…
 
Τα γυμνασιόπαιδα το διασκέδαζαν… «Πέθανεεεε»… Ενώ εμείς παίζαμε στα ψέματα πόλεμο… το θύμα αυτό της καζούρας είχε γνωρίσει πραγματικό πόλεμο… υπηρετούσε στο Θωρηκτό Αβέρωφ τη δεκαετία του 1910… μια ναυμαχία, που έζησε τον θάνατο από κοντά, του στοίχισε τα μυαλά… νοσηλευόταν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο που ήταν στην Ακροναυπλία… όταν έκλεισε αυτό, έμεινε μόνος, άστεγος, φτωχός και σαλεμένος…
 
Έκανε κανά μεροκάματο στις βάρκες στο λιμάνι… Εκεί ξαναγνώρισε τον πόλεμο. Απρίλιος 1941. Τα Γερμανικά στούκας βομβάρδισαν τα Εγγλέζικα μεταγωγικά πλοία – επιβατικά και εμπορικά- … Τον πέτυχαν να κωπηλατεί μέσα στο λιμάνι… Δεν φοβήθηκε… Σηκώθηκε όρθιος μέσα στην βάρκα και άρχισε να φωνάζει «Κρα, Κρα, Κρα…» σα να ήθελε να διώξει τα πουλιά… έμεινε… το «κρακρα» ήταν το πρώτο που άρχισαν να του φωνάζουν… μέχρι που του υποσχέθηκαν μια πολεμική σύνταξη… είχαν τάχα μου μεσολαβήσει στο γραφείο του Μαρκεζίνη… περίμενε… τίποτα… τότε άρχισαν να τον κοροϊδεύουν ότι ο Μαρκεζίνης πέθανε… δεν το πίστευε… και άρχισαν την καζούρα με το σύνθημα «Πέθανεεεε..»

Προχώρησε και μπήκε στο βιβλιοδετείο του κυρ Βασίλη, που ήταν μετά το μπακάλικο του Αντωνάκη. Δεν έπαιρνε να συνεχίσουν να τον κοροϊδεύουν αφού μπήκε σε ξένο μαγαζί…
Σταμάτησε το επεισόδιο… Μόλις, είχαμε αρχίσει να ξαναπαίζουμε … βγήκε από το βιβλιοδετείο… κραύγασε «Παναιώνιος,… και συνέχισε «στα κρεβάτια σας κουφάλες»… και πήρε την κατηφόρα προς την οδό Σταϊκοπούλου.

Πέρασε κι αυτό… Όταν δεν μαζευόμασταν πολλοί… και δεν έλεγε να χωριστούμε για μπαμ – μπουμ … παίζαμε τσιγκάκια… στα κράσπεδα των πεζοδρομίων (τότε η πλατεία μας είχε πεζοδρόμια, μετά την πλακόστρωση τα κατάργησαν) σπρώχναμε τσιγκάκια από αναψυκτικά, όποιος έφτανε πρώτος νίκαγε, αν σου έπεφτε κάτω ή έβγαινε από το μάρμαρο του κράσπεδου ξαναξεκίναγες από την αρχή… οι πιο …διαβασμένοι είχαν γεμίσει με κερί τα τσιγκάκια τους για να έχουν ευστάθεια…

Σε ένα τέτοιο παιχνίδι, ήταν που είδαμε και τον Μελέτη… Δεν του δώσαμε σημασία… Αυτός ήταν ένας ψηλός, αδύνατος, μελαχρινός, άνδρας απροσδιορίστου ηλικίας. Σταματούσε στο δρόμο τους περαστικούς και έλεγε ευγενικά, σχεδόν ντροπαλά, αλλά με μια σπαστή προφορά… «Δώσε μου μια δεκάρα, να σου κάνω μια βόλτα». Του πέταγαν στριφογυριστά ένα μικρό κέρμα, ο Μελέτης στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό του και το έπιανε στον αέρα.

Σκεφτόμουνα, ποιος από τους δύο μπορούσε να είχε δει το φάντασμα του Κυβερνήτη… Αυτή η περίεργη κραυγή… «Παναιώνιος» … αυτός, που ζει όλους τους αιώνες… μήπως αναφερόταν στον Κυβερνήτη… όχι, έτσι μου είπαν, για τον φαντασιακό του Μαρκεζίνη την έλεγε, ο οποίος δεν πέθανε, όπως ψιθύριζαν οι κακόβουλοι, αλλά αιώνια ζει και βασιλεύει μέχρι να του υπογράψει την πολεμική σύνταξη.

Έμενε σε μια ημιυπόγεια αποθήκη, που ντάνιαζε την ξυλεία του ένας εργολάβος οικοδομών… ξάπλωνε πάνω στα μαδέρια και ηρεμούσε. Δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο. Ό,τι ώρα ήθελε έβγαινε και περιφερόταν ανά τας οδούς και τας ρίμας της πόλεως μας. Μήπως είχε συναντήσει το φάντασμα και το είχε αρχίσει στα βρισίδια;
 
Κανένας δεν θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει… Για τον Μελέτη ίσχυαν κάτι παρόμοια… Δεν είχε και αυτός οικογένεια… καθόταν τα βράδια στο μαγαζί ενός φαναρτζή – υδραυλικού… εκεί, ανάμεσα σε μπουριά από σόμπες και χειροποίητα μαγκάλια πέρναγε τα βράδια του… σε ένα ισόγειο… λίγο πιο πέρα από την ταβέρνα του Ρετάλη… δεν θα ήταν δύσκολο, να βγει ένα βράδυ και να περπατήσει… στον ίδιο δρόμο ήταν… Να είχε ζητήσει μια δεκάρα από τον Κυβερνήτη… αυτός σε όλους έδινε… θα του είχε δώσει… και θα τον είχε ρωτήσει πως κατάφερε να φτάσει σε αυτήν την κατάσταση.
Τα χρόνια περάσανε… Η γειτονιά άδειασε… Ή – μάλλον – εμείς την εγκαταλείψαμε…

Μεγαλώσαμε… Αντί για το ευτελές δικό μας Γουέμπλεϋ, μπορούσαμε να πάμε σε άλλα γήπεδα…
Μεγαλώσαμε και άλλο… Πήγαμε στο Πανεπιστήμιο… Τα φαντάσματα μας ήταν αδιάφορα…
Μια φορά μετά από πολλά χρόνια, έτυχε να συνταξιδεύω με το λεωφορείο από Αθήνα στο Ναύπλιο με έναν ανιψιό του φαναρτζή, που φιλοξενούσε τον Μελέτη… τον ρώτησα, τι απέγινε… «Πλευρίτωσε, μέσα σε αυτές τις συνθήκες που ζούσε και πέθανε.» Επέμεινα… «ήταν συγγενής σας;» … Γέλασε… «Δεν το ξέρεις πως ήταν Τούρκος;» και μου είπε την ιστορία.

«Υπηρετούσε τσέτης στον στρατό του Κεμάλ. Είχε όμως πριν πάρει τα όπλα ερωτευθεί μια Μαρία, ρωμιά από το χωριό του… Όταν γύρισε από τον πόλεμο, η κοπέλα και η οικογένειά της είχαν φύγει για την Ελλάδα. Ο έρωτας πληγώνει περίεργα. Ένιωθε τύψεις. Είχε σκοτώσει πέντε Έλληνες σε μια μάχη. Για αυτό έλεγε συνέχεια «Πέντε ο Μελέτης». Έφυγε από το χωριό του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Χαμάλης δούλευε… Μάζεψε κάτι λεφτά… και ήρθε στην Ελλάδα… του έφτασαν μέχρι να έρθει εδώ στο Ναύπλιο… ξέμεινε… τον λυπήθηκε ο θείος μου και τον μετονόμασε από Μεχμέτη σε Μελέτη…»

Ωραία. Η συνάντηση του δολοφονημένου Πρώτου Κυβερνήτη με έναν Τούρκο τρελό από έρωτα…
Η πλατεία μας χάλασε… Σίγουρα πλέον δεν έχει φαντάσματα… γιατί δεν έχει κατοίκους… μόνον πανσιόν που φιλοξενούν περιστασιακούς ταξιδευτές… ίσως και από αυτούς κάποιοι να είναι αλαφροΐσκιωτοι … θα παίρνουν το μυστικό μαζί τους… Κρίμα.

ΥΓ Με τα χρόνια άκουσα και άλλες εκδοχές της ιστορίας… μάλλον, όλες είναι αληθινές.
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Κέντρο Βιολογικής Γεωργίας
ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ