Γι’ αυτό και το καθολικώς ασκούμενο δικαίωμα του «εκλέγειν» μαζί με την ισοπολιτεία, τα ίσα δηλαδή πολιτικά δικαιώματα για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδήματος, αξιώματος ή άλλων τιμηματικών κριτηρίων, είναι κατακτήσεις των τελευταίων 150περίπου ετών, σημαίνοντας τη μετάβαση σε σύγχρονες μορφές δημοκρατικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, ερωτήματα εγείρονται αναφορικά με το κατά πόσον τέτοιου είδους ανοικτές διαδικασίες, που υιοθετούνται κατά τις τελευταίες δεκαετίες και σε εσωκομματικές αρχαιρεσίες, συνεισφέρουν στη δημοκρατική λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ή αντίθετα στην παγίωση της παντοδυναμίας του εκάστοτε αρχηγού τους.
Μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα στο ελληνικό κομματικό σύστημα η ανάδειξη προέδρου δεν ήταν αποτέλεσμα της ανοικτής συμμετοχής στελεχών, υποστηρικτών και απλών φίλων. Οι εσωκομματικές εκλογές διενεργούνταν συνήθως κατά τη διάρκεια συνεδριακών εργασιών από ένα εκλογικό σώμα ορισμένων χιλιάδων στελεχών-συνέδρων. Αυτοί κατά το προσυνεδριακό χρονικό διάστημα επιλέγονταν σε κάθε νομό της χώρας από τοπικές οργανώσεις, επαγγελματικάσωματείακαι άλλους σχετικούς φορείς της τοπικής κοινωνίας. Συνδετικός τους κρίκος ήταν η ενεργός συμμετοχή τους στα κομματικά ζητήματα και σε κάθε συλλογική διαδικασία, με αποκορύφωμά τους το τακτικώς διεξαγόμενο συνέδριο. Κατά τη διάρκειά του, το σώμα των εκλεκτόρων που είχε αναδειχθεί δημοκρατικά καλείτο να επιλέξει εκείνον/η που θα ηγείτο της συλλογικής προσπάθειας, εισακούοντας τις θέσεις και τις εισηγήσεις των κομματικών οργάνων και προτάσσοντάς τες στο πλαίσιο της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Με άλλα λόγια, η εκλογή της ηγεσίας από ένα ναι μεν πολύ πιο περιορισμένο σώμα, που προϋπέθετε ωστόσο την προηγούμενη διεξαγωγή μιας σειράς συλλογικών διαδικασιών, συνέδραμε στη δημοκρατική λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Όλα αυτά, βέβαια, άρχισαν να αλλάζουν από το 2004 και μετά.
Ύστερα από την παραίτηση του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στις αρχές του 2004, αποφασίστηκε από τα συλλογικά του όργανα η διεξαγωγή εκλογών σε πανελλαδικό επίπεδο για την ανάδειξη του νέου προέδρου του. Παρόλο που υποψηφιότητα για την προεδρία έθεσε μόνο ο Γιώργος Παπανδρέου, κάλπες στήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και για πρώτη φορά εκατοντάδες χιλιάδες στελέχη και φίλοι της παράταξης συμμετείχαν στη διαδικασία. Έκτοτε, το συγκεκριμένο μοντέλο ανάδειξης της ηγεσίας υιοθετήθηκε διαδοχικά από όλα τα κόμματα εξουσίας– τη ΝέαΔημοκρατία από το φθινόπωρο του 2009 και μετά, και πολύ πρόσφατα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και με την υποβολή μιας απλής ‘δήλωσης φιλίας’ μπορούσε πια ο οποιοσδήποτε να συμμετέχει στις εσωκομματικές εκλογές και αμεσοδημοκρατικά να προσφέρει την εμπιστοσύνη του στον εκάστοτε νέο ηγέτη. Στο σημείο αυτό, εντούτοις, εντοπίζονται ορισμένα σοβαρά ζητήματα, εάν όχι και παγίδες, που τείνουν να κρύβονται πίσω από ανάλογες διαδικασίες.
Οι ανοικτές διαδικασίεςανάδειξης της κομματικής ηγεσίαςσυνοδεύονται, καταρχάς, από μια πληθώρα υποψηφιοτήτων. Καίτοι ο ανταγωνισμός για τη διεκδίκηση της εξουσίας αποτελεί ίδιον της φύσης της δημοκρατίας, στις εσωκομματικές εκλογές συνηθίζεται να επικρατούν σε αυτόν άλλα κίνητρα.Από τη στιγμή που κάθε βουλευτής διαθέτει ορισμένα τοπικά ερείσματα, δύναται να θέτει υποψηφιότητα, υπολογίζοντας στη λήψη ενός σεβαστού ποσοστού ψήφων προς αξιοποίησή του στον δεύτερο εκλογικό γύρο.Εκεί η στήριξή του στον εκάστοτε επικρατέστερο υποψήφιο ενδέχεται να αποσκοπεί σε μετεκλογικά ανταλλάγματα.Με άλλα λόγια, αντί για το κομματικό και πολλώ δε μάλλον το γενικό συμφέρον της κοινωνίας, στις εσωκομματικές εκλογές από ευρύ σώμα προτάσσονται πολλές φορές προσωπικές ιδιοτέλειες.
Εξαιρουμένων των ιδιοτελών κινήτρων, βέβαια, απότοκος των ανοικτών εσωκομματικών διαδικασιών είναι και ο υπέρμετρος συγκεντρωτισμός της εξουσίας. Έχοντας εξασφαλίσει τη νομιμοποίησή της από μια μεγάλη εκλογική βάση, ο νέος κομματικός πρόεδρος δύναται να την ασκεί απολύτως συγκεντρωτικά, δίχως να συμμερίζεται, εάν όχι και να σέβεται, ενδεχόμενες αμφιβολίες, αντιρρήσεις και διαφωνίες άλλων, επιφανών ή μη, στελεχών. Έτσι, εντελώς αυτόνομα ή από κοινού αποκλειστικά με στενούς του συνεργάτες, διαμορφώνει το πρόγραμμα, καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων βουλευτών και γενικά αναλαμβάνει κάθε πρωτοβουλία, υπονομεύοντας οιαδήποτε άλλη συλλογική διαδικασία. Εάν δε η παράταξη του ίδιου προέδρου λάβει την πλειοψηφία των ψήφων των πολιτών στις εθνικές εκλογές, τότε ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας μεταφέρεται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, εκδηλωνόμενος με το φαινόμενο του πρωθυπουργοκεντρισμού, που αναπαράγεται και ενισχύεται διαρκώς στο ελληνικό πολιτικοδιοικητικό σύστημα.
Καταληκτικά, το έλλειμμα της εσωκομματικής δημοκρατίας, όπως και ο πρωθυπουργοκεντρισμός, που αποτελούν διακριτά γνωρίσματα του ελληνικού κράτους κατά τις τελευταίες δεκαετίες, συμπορεύονται με διαδικασίες εκλογής της κομματικής ηγεσίας από μία ευρεία, ασαφή και πόσο μάλλον ασύνδετη με κοινούς δεσμούς βάση. Η δε προσωπολατρία που εκπορεύεται από αυτές και μπορεί να μεταφέρεται και σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής, πέρα από τον ναρκισσισμό και την υπεροψία που τη συνοδεύουν, τείνει εν τέλει να λειτουργεί εις βάρος της ίδιας της δημοκρατίας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Εντεταλμένος Διδάσκων Διοικητικής Επιστήμης ΕΚΠΑ και Σχολής Ικάρων Π. Α.
Μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα στο ελληνικό κομματικό σύστημα η ανάδειξη προέδρου δεν ήταν αποτέλεσμα της ανοικτής συμμετοχής στελεχών, υποστηρικτών και απλών φίλων. Οι εσωκομματικές εκλογές διενεργούνταν συνήθως κατά τη διάρκεια συνεδριακών εργασιών από ένα εκλογικό σώμα ορισμένων χιλιάδων στελεχών-συνέδρων. Αυτοί κατά το προσυνεδριακό χρονικό διάστημα επιλέγονταν σε κάθε νομό της χώρας από τοπικές οργανώσεις, επαγγελματικάσωματείακαι άλλους σχετικούς φορείς της τοπικής κοινωνίας. Συνδετικός τους κρίκος ήταν η ενεργός συμμετοχή τους στα κομματικά ζητήματα και σε κάθε συλλογική διαδικασία, με αποκορύφωμά τους το τακτικώς διεξαγόμενο συνέδριο. Κατά τη διάρκειά του, το σώμα των εκλεκτόρων που είχε αναδειχθεί δημοκρατικά καλείτο να επιλέξει εκείνον/η που θα ηγείτο της συλλογικής προσπάθειας, εισακούοντας τις θέσεις και τις εισηγήσεις των κομματικών οργάνων και προτάσσοντάς τες στο πλαίσιο της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Με άλλα λόγια, η εκλογή της ηγεσίας από ένα ναι μεν πολύ πιο περιορισμένο σώμα, που προϋπέθετε ωστόσο την προηγούμενη διεξαγωγή μιας σειράς συλλογικών διαδικασιών, συνέδραμε στη δημοκρατική λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Όλα αυτά, βέβαια, άρχισαν να αλλάζουν από το 2004 και μετά.
Ύστερα από την παραίτηση του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στις αρχές του 2004, αποφασίστηκε από τα συλλογικά του όργανα η διεξαγωγή εκλογών σε πανελλαδικό επίπεδο για την ανάδειξη του νέου προέδρου του. Παρόλο που υποψηφιότητα για την προεδρία έθεσε μόνο ο Γιώργος Παπανδρέου, κάλπες στήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και για πρώτη φορά εκατοντάδες χιλιάδες στελέχη και φίλοι της παράταξης συμμετείχαν στη διαδικασία. Έκτοτε, το συγκεκριμένο μοντέλο ανάδειξης της ηγεσίας υιοθετήθηκε διαδοχικά από όλα τα κόμματα εξουσίας– τη ΝέαΔημοκρατία από το φθινόπωρο του 2009 και μετά, και πολύ πρόσφατα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και με την υποβολή μιας απλής ‘δήλωσης φιλίας’ μπορούσε πια ο οποιοσδήποτε να συμμετέχει στις εσωκομματικές εκλογές και αμεσοδημοκρατικά να προσφέρει την εμπιστοσύνη του στον εκάστοτε νέο ηγέτη. Στο σημείο αυτό, εντούτοις, εντοπίζονται ορισμένα σοβαρά ζητήματα, εάν όχι και παγίδες, που τείνουν να κρύβονται πίσω από ανάλογες διαδικασίες.
Οι ανοικτές διαδικασίεςανάδειξης της κομματικής ηγεσίαςσυνοδεύονται, καταρχάς, από μια πληθώρα υποψηφιοτήτων. Καίτοι ο ανταγωνισμός για τη διεκδίκηση της εξουσίας αποτελεί ίδιον της φύσης της δημοκρατίας, στις εσωκομματικές εκλογές συνηθίζεται να επικρατούν σε αυτόν άλλα κίνητρα.Από τη στιγμή που κάθε βουλευτής διαθέτει ορισμένα τοπικά ερείσματα, δύναται να θέτει υποψηφιότητα, υπολογίζοντας στη λήψη ενός σεβαστού ποσοστού ψήφων προς αξιοποίησή του στον δεύτερο εκλογικό γύρο.Εκεί η στήριξή του στον εκάστοτε επικρατέστερο υποψήφιο ενδέχεται να αποσκοπεί σε μετεκλογικά ανταλλάγματα.Με άλλα λόγια, αντί για το κομματικό και πολλώ δε μάλλον το γενικό συμφέρον της κοινωνίας, στις εσωκομματικές εκλογές από ευρύ σώμα προτάσσονται πολλές φορές προσωπικές ιδιοτέλειες.
Εξαιρουμένων των ιδιοτελών κινήτρων, βέβαια, απότοκος των ανοικτών εσωκομματικών διαδικασιών είναι και ο υπέρμετρος συγκεντρωτισμός της εξουσίας. Έχοντας εξασφαλίσει τη νομιμοποίησή της από μια μεγάλη εκλογική βάση, ο νέος κομματικός πρόεδρος δύναται να την ασκεί απολύτως συγκεντρωτικά, δίχως να συμμερίζεται, εάν όχι και να σέβεται, ενδεχόμενες αμφιβολίες, αντιρρήσεις και διαφωνίες άλλων, επιφανών ή μη, στελεχών. Έτσι, εντελώς αυτόνομα ή από κοινού αποκλειστικά με στενούς του συνεργάτες, διαμορφώνει το πρόγραμμα, καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων βουλευτών και γενικά αναλαμβάνει κάθε πρωτοβουλία, υπονομεύοντας οιαδήποτε άλλη συλλογική διαδικασία. Εάν δε η παράταξη του ίδιου προέδρου λάβει την πλειοψηφία των ψήφων των πολιτών στις εθνικές εκλογές, τότε ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας μεταφέρεται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, εκδηλωνόμενος με το φαινόμενο του πρωθυπουργοκεντρισμού, που αναπαράγεται και ενισχύεται διαρκώς στο ελληνικό πολιτικοδιοικητικό σύστημα.
Καταληκτικά, το έλλειμμα της εσωκομματικής δημοκρατίας, όπως και ο πρωθυπουργοκεντρισμός, που αποτελούν διακριτά γνωρίσματα του ελληνικού κράτους κατά τις τελευταίες δεκαετίες, συμπορεύονται με διαδικασίες εκλογής της κομματικής ηγεσίας από μία ευρεία, ασαφή και πόσο μάλλον ασύνδετη με κοινούς δεσμούς βάση. Η δε προσωπολατρία που εκπορεύεται από αυτές και μπορεί να μεταφέρεται και σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής, πέρα από τον ναρκισσισμό και την υπεροψία που τη συνοδεύουν, τείνει εν τέλει να λειτουργεί εις βάρος της ίδιας της δημοκρατίας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Εντεταλμένος Διδάσκων Διοικητικής Επιστήμης ΕΚΠΑ και Σχολής Ικάρων Π. Α.