Πρόκειται για μια πραγματική ιστορία που ο συγγραφέας και σκηνοθέτης άκουσε στην παραλία της Αρβανιτιάς στο Ναύπλιο, μια τοποθεσία που του χάρισε και το φόντο της αφήγησης. Κοντά στον Θοδωρή Γκόνη, που απολάμβανε την πρωινή θάλασσα, βρισκόταν μια παρέα τριών γυναικών, μία εκ των οποίων διηγούνταν με πάθος μια προσωπική ιστορία στις φίλες της, οι οποίες, όπως μας είπε ο συγγραφέας, φαίνονταν κάπως αδιάφορες απέναντί της. Καθημερινά, η γυναίκα δεχόταν τηλεφωνήματα από έναν ανώνυμο άνδρα, επί δέκα χρόνια, δίχως να αποκαλύπτει ποτέ την ταυτότητά του. Η απάντηση που έδινε κάθε φορά στην επίμονη ερώτησή της «θα μου πεις ποιος είσαι;», ταυτίζεται με τον τίτλο της παράστασης. Στη σκηνή, η ηθοποιός Μυρτώ Αλικάκη είναι εκείνη που μιλάει διά στόματος αυτής της γυναίκας και μας αφηγείται τη μυστηριώδη σχέση της με τον άγνωστο άνδρα.
Πρόκειται για μια ιστορία προσμονής που παρουσιάζει ομοιότητες με την Οδύσσεια, καθώς «εκείνη είναι πράγματι μια σύγχρονη Πηνελόπη», σχολιάζει ο κ. Γκόνης, αλλά συμπληρώνει ότι «ο άνδρας μοιάζει περισσότερο με ένα κράμα Αίαντα και Αχιλλέα παρά με τον Οδυσσέα. Δεν είναι πονηρός απέναντι στους φόβους του και παγιδεύεται μέσα τους». Αυτό το συναίσθημα είναι ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν τον πυρήνα του έργου, δίπλα στη μοναξιά και στην ανάγκη για επικοινωνία. Οπως επισημαίνει αρκετές φορές: «Εκείνος επιλέγει να μένει πίσω από το ακουστικό γιατί δειλιάζει και φοβάται, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως αν “βουτήξει στον βυθό” και εμφανιστεί, το μόνο που θα “πνιγεί” είναι ο φόβος του και όχι ο ίδιος». Η συμπεριφορά του αθέατου πρωταγωνιστή μάς θυμίζει αμέτρητες ιστορίες ανθρώπων που δεν πήγαν πότε στο ραντεβού, χάνοντας ίσως την ευκαιρία να ζήσουν κάτι διαφορετικό. «Αλλωστε, αυτός που είχε μεγαλύτερη ανάγκη από επικοινωνία και επαφή ήταν ο άνδρας. Γι’ αυτό τηλεφωνούσε. Οχι η γυναίκα που περίμενε το τηλεφώνημα», μας λέει ο συγγραφέας.
Αντιθέτως, η επί σκηνής ηρωίδα, που πλαισιώνεται από τις ταλαντούχες Αιμιλία Παπαχριστοφίλου και Νικόλ Κοροντζή, φαίνεται περισσότερο θαρραλέα, αφού γνωστοποιεί τα συναισθήματά της και όπως τονίζει και ο Θοδωρής Γκόνης, «είναι πιο γενναιόδωρη απέναντι στη ζωή. Επιλέγει τον βυθό και πνίγει τους φόβους της, καθώς είναι το μονοπάτι που την οδηγεί στην εσωτερική της γαλήνη». Αυτό είναι και το μόνο τέλμα της ιστορίας, από τη στιγμή που τα υπόλοιπα ερωτήματα μένουν, ευτυχώς για τη γοητεία του έργου, αναπάντητα. «Δεν χρειάζεται να τα πει κανείς όλα. Εγώ γράφοντας απλώς παρατηρούσα. Δεν είχα συγκεκριμένες απόψεις για τους χαρακτήρες. Οση ώρα μιλάω και εκφέρω άποψη, μιλάω ως τέταρτο πρόσωπο, όχι ως τρίτο (ως ο συγγραφέας)», επισημαίνει. Στην ερώτησή μας αν είναι προτιμότερο που δεν βρέθηκαν οι δυο τους, απαντάει: «Οπωσδήποτε. Τουλάχιστον έτσι εκείνη βρήκε αυτό που ήθελε. Αυτός όμως επέλεξε να μπλεχτεί μέσα στον ιστό που ύφαινε. Μέσα στις ιστορίες που ο ίδιος της αφηγούνταν».